Το ιδανικό βάρος για τον αγώνα! Κύριο

Κάποιοι θα μπορούσαν να πουν πως το ιδανικό βάρος είναι μια ουτοπία! Ένα άπιαστο όνειρο το οποίο διαρκώς κυνηγάμε. Αν ανοίξετε το βιβλιάριο υγείας ενός παιδιού θα βρείτε στις σελίδες του τις γνωστές καμπύλες ύψους και βάρους. Οι καμπύλες αυτές δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν απλό τρόπο ώστε να παρακολουθούμε αν το παιδί μας είναι λιποβαρές, φυσιολογικό, υπέρβαρο ή παχύσαρκο κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, παίρνοντας διαφορετικές τιμές κάθε φορά με βάση την ηλικία του. Εύκολα λοιπόν, μπορούμε να συμπεραίνουμε πόσο σημαντική είναι η ρύθμιση του βάρους από τα πρώτα κιόλας στάδια της ζωής μας.


Φυσικά, το ιδανικό βάρος διαφέρει από άτομο σε άτομο. Είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από μια εξίσωση με πολλούς μεταβλητούς παράγοντες. Οι κυριότεροι από αυτούς  είναι το ύψος και η ηλικία και με βάση αυτούς τους δύο μπορούμε να έχουμε μια πρώτη εκτίμηση για το πόσο πρέπει να ζυγίζουμε. Υπάρχει μια απλή μέθοδος για να υπολογίσουμε το ιδανικό βάρος μας, βρίσκοντας τον Δείκτη Μάζας Σώματος ή αλλιώς ΔΜΣ. Ο ΔΜΣ προκύπτει αν διαιρέσουμε το βάρος μας (κιλά) με το τετράγωνο του ύψους μας (μέτρα). Αν η τιμή που προκύπτει είναι μεταξύ 19 και 25 τότε μπορούμε να λέμε ότι το βάρος μας είναι ιδανικό. Όμως υπάρχουν  και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την τιμή του ΔΜΣ, εκτός από το ύψος και την ηλικία, που αναφέρονται παραπάνω. Σημαντικό ρόλο παίζει η υγεία του ατόμου, ο ρυθμός μεταβολισμού, το φύλο, η καθημερινή άσκηση και άλλοι. Ας μην προχωρήσω όμως αναλύοντας όλα τα παραπάνω περισσότερο, διότι το θέμα αυτό είναι αρκετά εξειδικευμένο από μόνο του και φοβάμαι πως από ένα σημείο και μετά δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις.

 



Γίνεται σαφές ότι το ιδανικό βάρος, ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω παραγόντων, δεν είναι ποτέ σταθερό! Όπως άλλωστε συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Διαρκώς βρισκόμαστε σε μια μάχη με την ζυγαριά, και πολλές φορές γινόμαστε υπερβολικοί κυνηγώντας να χάσουμε ακόμη και μερικά γραμμάρια! Βέβαια αυτό δεν συμβαίνει με όλους μας και οφείλεται κυρίως στην ιδιοσυγκρασία του καθενός.



Είναι εύκολα αντιληπτό και κοινώς παραδεκτό ότι η άσκηση, σε συνδυασμό με την διατροφή, βοηθάει να ρυθμίσουμε το βάρος μας. Τι συμβαίνει όμως αν η άσκηση πάρει μορφή προετοιμασίας για κάποιο μεγάλο αγώνα? Ποιο θα πρέπει να είναι το βάρος μας αν θέλουμε να πετύχουμε καλύτερα Ο πατέρας μου - Παύλος Λεζπουρίδης - στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1979 στην Θεσσαλονίκη!αποτελέσματα σε έναν αγώνα – στόχο; Στο παρελθόν, τα χρόνια που έκανα πρωταθλητισμό στην Άρση Βαρών, συνήθιζα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μου να ζυγίζω περισσότερο από την κατηγορία στην οποία αγωνιζόμουν.

 

Φυσικά, είχα πολλά περισσότερα κιλά σε σχέση με το ιδανικό μου βάρος αλλά αυτά δεν ήταν λίπος. Παραδείγματος χάριν, η κατηγορία μου ήταν 76 κιλά σωματικό βάρος και εγώ ζύγιζα, σχεδόν πάντα, 3 με 4 κιλά περισσότερα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά που λέγαμε παραπάνω, ήμουν υπέρβαρος, ειδικά αν αναλογιστεί κάποιος ότι το ύψος μου ήταν 1,70 μ. με το ζόρι! Όμως για το άθλημα που έκανα αυτά τα κιλά ήταν ιδανικά ώστε να μπορεί ο οργανισμός μου να ανταπεξέλθει στην προπόνηση, καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας. Όταν πλησίαζε η ημερομηνία του αγώνα έχανα αυτά τα περιττά κιλά με αποτέλεσμα να νιώθω πολύ ταχύτερος και παράλληλα να μην χάνω σε δύναμη. Όμως η άρση βαρών ουδεμία σχέση έχει με το τρέξιμο. Ίσως κάποιες ομοιότητες με τα μικρά αγωνίσματα, όπως 100, 200, 400 μέτρα, όπου χρειάζεται δύναμη και έκρηξη. Για το λόγο αυτό αν παρατηρήσει κάποιος τα πόδια των σπρίντερ συχνά μοιάζουν με αυτά των αθλητών της άρσης βαρών, με έντονα γυμνασμένους τετρακέφαλους. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την άρση βαρών, το τρέξιμο είναι ένα καθαρά αερόβιο άθλημα και συνεπώς και η προετοιμασία για έναν αγώνα – στόχο διαφέρει.



Σε ένα μαραθώνιο δρόμου, όπως η Κλασσική, ή σε έναν αγώνα υπερπροσπάθειας, όπως είναι το Σπάρταθλο, τα πόδια του δρομέα καταπονούνται σημαντικά, αφού ο ρυθμός είναι έντονος και το ασφάλτινο τερέν δεν απορροφά καθόλου τους κραδασμούς από αυτήν την κίνηση.

 



Πολλοί δρομείς, σε μια προσπάθεια να ελαττώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την καταπόνηση που δημιουργείται στον αγώνα αλλά και καθημερινά στις προπονήσεις τους, μειώνουν το σωματικό τους βάρος. Κάποιος που δεν γνωρίζει, βλέποντας έναν δρομέα, τις περισσότερες φορές θα τον αποκαλέσει αδύνατο ή αλλιώς « πετσί και κόκαλο ».  Είναι φανερό πως ο αθλητής μαραθωνίου ζυγίζει λιγότερο από το ιδανικό βάρος, άρα θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε λιποβαρή, όμως αυτό εξυπηρετεί τον ίδιο στην προπόνηση και στον αγώνα! Με απλά μαθηματικά, λιγότερη καταπόνηση σημαίνει λιγότερους τραυματισμούς και παράλληλα περισσότερη ενέργεια για να την διαθέσει ο οργανισμός αλλού, π.χ να κρατήσει το σώμα ζεστό αν κάνει κρύο. Όμως σε αυτό το σημείο κρύβονται κάποιες παγίδες!



Αρχικά, υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορεί να αδυνατίσει ο καθένας. Για έναν δρομέα που αθλείται καθημερινά, ακόμα και αν το κάνει ερασιτεχνικά, δεν σημαίνει ότι όσα περισσότερα κιλά χάνει τόσο πιο γρήγορος θα γίνεται και τόσο λιγότερο θα καταπονείται. Δεν λειτουργεί έτσι ο κανόνας. Ο ανθρώπινος οργανισμός θέτει κάποια όρια, τα οποία αν τα ξεπεράσουμε μάλλον θα έχουμε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά! Συνεπώς η όποια απώλεια βάρους πρέπει να γίνεται μελετημένα και πάντοτε αρκετούς μήνες πριν τον αγώνα – στόχο, ώστε να προσαρμόζεται καλύτερα ο οργανισμός. Και επειδή μερικές φορές δεν έχουμε τη δυνατότητα να πληρώσουμε κάποιο διατροφολόγο, μπορούμε κάλλιστα να απευθυνθούμε σε κάποιο γιατρό ή ακόμα και σε ένα φαρμακοποιό για μερικές συμβουλές διατροφής!



Όμως δεν τρέχουμε όλοι στην άσφαλτο. Πολλούς από εμάς τους γοητεύει η φύση, τα καταπράσινα δάση, τα ποτάμια με τα κρυστάλλινα νερά και οι πανύψηλες  χιονισμένες βουνοκορφές!

 



Το τρέξιμο στο βουνό διαφέρει από το τρέξιμο στην άσφαλτο, όπως λέγαμε και παραπάνω όταν κάναμε τη σύγκριση του τελευταίου με την άρση βαρών. Ένας δρομέας βουνού πέρα από ταχύτητα πρέπει να έχει και δυνατά πόδια, αφού αυτά είναι τα ‘’όπλα’’ του στις απότομες και δύσκολες αναβάσεις αλλά και στις γρήγορες και τεχνικές καταβάσεις. Είναι γεγονός ότι το τρέξιμο στο βουνό γυμνάζει περισσότερους μυς απ’ ότι στο δρόμο. Ως δρομέας υπεραποστάσεων βουνού διαπίστωσα ότι το να προπονούμαι με κάποια σωματικά κιλά παραπάνω με βοήθησε αρκετά! Υπήρξε ένα διάστημα όπου ζύγιζα μονίμως 2 με 3 κιλά περισσότερα από αυτό που θεωρητικά είναι το ιδανικό βάρος για μένα και δεν αναφέρομαι στα υγρά που χρειαζόμουν. Οτιδήποτε και αν έκανα, όσο και αν έτρεχα, το βράδυ θα τα έχανα και το επόμενο πρωί θα βρίσκονταν πάλι εκεί ως δια μαγείας. Σκέφτηκα, λοιπόν, να προπονηθώ, όντας βαρύτερος απ’ ότι συνήθως, αφού μάλλον ο οργανισμός μου είχε ανάγκη αυτά τα 2 – 3 κιλά. Με τον καιρό πρόσεξα πως έτρεχα γρηγορότερα τις ανηφόρες, διατηρώντας έναν πολύ καλό ρυθμό παράλληλα και στις κατηφόρες.

 



Μπορεί βέβαια με αυτόν τον τρόπο να χρειάζομαι περισσότερη ενέργεια, για τα πόδια μου, κατά τη διάρκεια της προπόνησης ή του αγώνα, όμως το τρέξιμο στο βουνό διαφέρει καθώς οι ρυθμοί του είναι πιο αργοί. Μπορείς ευκολότερα να σταματήσεις να τσιμπήσεις ένα σνακ, να πάρεις μια ανάσα και να πιεις λίγο ισοτονικό χωρίς να ανησυχείς για το πόσοι θα σε περάσουν.  Ωστόσο, και σ’ αυτήν την περίπτωση, ένας ελαφρύτερος δρομέας θα συνεχίσει να έχει προβάδισμα έναντι ενός βαρύτερου. Παρόλα αυτά η προηγούμενη παράμετρος παίζει σημαντικό ρόλο και καλό θα ήταν να προσέξουμε αν θέλουμε να αδυνατίσουμε πριν από ένα μεγάλο αγώνα – στόχο!



Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω πως όλα τα παραπάνω αφορούν προσωπικές εκτιμήσεις και προβληματισμούς με βάση τη δική μου εμπειρία. Όσοι ακολουθούν το πρόγραμμα κάποιου προπονητή, σίγουρα αυτός γνωρίζει καλύτερα, και γι’ αυτό θα πρέπει να τον συμβουλευτούν πριν προχωρήσουν σε κάτι από αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Οι υπόλοιποι, όπως και εγώ άλλωστε, πειραματιστείτε! Πάντοτε όμως σε λογικά πλαίσια και υπό τις οδηγίες ενός γιατρού ή διατροφολόγου. Άλλωστε, το να ανακαλύπτεις ο ίδιος τον εαυτό σου σταδιακά σου δίνει περισσότερη χαρά απ’ ότι αν σου πει κάποιος πώς μπορείς να πετύχεις κάτι!



Λεζπουρίδης Θεοχάρης.

ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ