Άγιον Όρος - Πίστης Χρώματα: Οδοιπορώντας στην Έρημο του Αγίου Όρους... Κύριο

Ποτέ δεν μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος για τον λόγο που σε έλκει κοντά του ο Άθωνας, αν και σχεδόν πάντα καταλήγεις στην ουσία, προσκυνητής στα χρώματα της δύσης και της ανατολής. Η θέωση μέσα από τα χρώματα της Πίστης. Η παρέα και αυτήν την φορά ξεκίνησε το οδοιπορικό της από τις Καρυές, την πρωτεύουσα της Αθωνικής Πολιτείας. Το πρωινό μας βρήκε στο τοπικό καφενέ με το μυλοποταμινό τσίπουρο και το μυδοπίλαφο που επιβάλλει η νηστεία της Παρασκευής. Μετά από την "σύντομη" επίσκεψη μας στο "Σεράϊ", καταλύσαμε στην φιλόξενη μονή Κουτλουμουσίου.

 

Το μεσημέρι μέσα από το καταπράσινο μονοπάτι επισκεφθήκαμε την Παναγούδα , το κελί του Γέροντα Παίσιου. Τα τελευταία τρία χρόνια ξεκινάω το προσκύνημα μου πάντα από εκεί. Το κουτί με τα λουκουμάκια έξω από το κελί και το λάστιχο με το κρύο νερό σημείο υποδοχής για τον οδοιπόρο πριν περάσει το πορτόνι του μικρού κελιού του Άγιου. Μετά την ξενάγηση στα εντός του κελιού από τους γέροντες "μαθητές" του Αγίου , κλείσαμε μέσα μας την ευωδία από το "σπάρτο", χαιρετήσαμε και πήραμε αντίθετα το μονοπάτι για το Κουτλουμούσι αφού η τράπεζα είχε την ώρα της και τους κανόνες της.

 

  

H νέα ημέρα ξεκίνησε στο μοναστήρι στις 3.00 τα χαράματα με την Βυζαντινή ώρα. Το καθολικό με το λιγοστό φως των κεριών και τα βυζαντινά "γυρίσματα" από τους πατέρες μας έβαλαν στην μυστηριακή ατμόσφαιρα της μονής για τα καλά . Ειδικά για τους φίλους που βρέθηκαν για πρώτη φορά εκεί όπως είπαν και οι ίδιοι ήταν πραγματικά ξεχωριστή εμπειρία.

 

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε με κατεύθυνση την Λαύρα και επειδή ήταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά μας αποφασίσαμε να φύγουμε αμέσως μετά την πρωινή λειτουργία και πριν το φαγητό. Η απόσταση που θα διανύαμε υπολογιζόταν γύρω στα 26 χιλιόμετρα μέχρι εκεί περνώντας από διάφορα προσκυνήματα.

 

Ο καιρός ήταν καλός και έτσι αφήσαμε το φιλόξενο μοναστήρι για να ξαναβρεθούμε στο καταπράσινο μονοπάτι που πέρναγε από την παναγούδα και συνέχιζε για την Ιβήρων. Μετά το εντυπωσιακό γεφύρι και το ποτάμι που χανόταν στο βάθος απέναντι, περνώντας κάτω κυριολεκτικά από τα πόδια μας, αντικρίσαμε στο βάθος τον εντυπωσιακό Άθωνα φορτωμένο χιόνι. Σου προκαλούσε δέος η σκέψη να βρισκόσουν εκεί έτσι όπως είχε συμβεί τα προηγούμενα χρόνια.

 

 

Αυτή την φορά μια ανάβαση εκεί φάνταζε απίστευτη και ανέφικτη καθώς το βουνό φαινόταν πραγματικά απροσπέλαστο. Χαρακτηριστική εικόνα, ο ήλιος φώτιζε τις λευκές κόχες του βουνού και αυτές ακτινοβολούσαν στέλνοντας το φως τους τριγύρω..

 

Τα πρώτα έρημα κελιά εμφανίστηκαν μπροστά μας πριν φτάσουμε στην Ιβήρων και μετά από καμιά 500αριά μέτρα φάνηκε μπροστά μας το τεράστιο βυζαντινό κάστρο, σε κάθε περίπτωση εντυπωσιακό, μοναδικής αρχιτεκτονικής, το κάστρο–πολιτεία. Περάσαμε γρήγορα από την εξωτερική περίβολο κατεβαίνοντας προς τον αρσανά της μονής και από εκεί συνέχεια στον δρόμο που κατηφόριζε μέσα από το τεράστιο ξυλουργείο και προς το νοτιότερο τμήμα της χερσονήσου.

 

Αριστερά μας πάντα η θάλασσα και σύντροφος μας σε όλη την διάρκεια του οδοιπορικού μας . Χαθήκαμε στο καταπράσινο άγριας ομορφιάς ήσυχο τοπίο, ακούγοντας γύρω μας τους γλάρους που βούταγαν από ψηλά στο βαθύ μπλε. Στο βάθος αριστερά μας και χαμηλά στην παραλία έμοιαζε σαν σε χαρτί ζωγραφισμένη  η σκήτη Μυλοπατάμου, πιο αριστερά ο αρσανάς της και λίγη απόσταση πιο κάτω τα μισογκρεμισμένα κελιά, απομεινάρια παλιότερης αγιορείτικης ζωής και εποχής.

 

 

Σε όλη την διάρκεια του οδοιπορικού  περάσαμε πάνω από παλαιά τοξωτά γεφύρια αλλά και ίχνη παλαιών μονοπατιών καθώς και διάφορα ερειπωμένα οικήματα που πολλές φορές έκλεψαν την ματιά μας και μας πήρε αρκετή ώρα να τα παρατηρήσουμε και να ονειρευτούμε.

 

Παλιά καρνάγια, ερειπωμένοι αρσανάδες και μισογκρεμισμένα παράκτια κελιά  αφημένα στην μοναξιά τους , στην σχέση προσευχής και κοινωνίας με το θείο, λησμονημένα στο χρόνο σαν μια παλιά ακουαρέλα, περιμένοντας και αυτά την σειρά τους στο πλήρωμα. Εικόνες αμέτρητες που τα μάτια διψώντας  δεν προλάβαιναν  να αποτυπώσουν , είναι από τις στιγμές που τα λόγια είναι φτωχά να περιγράψουν αυτό που βιώνεις και υπάρχει γύρω σου.

 

Η πινακίδα στα δεξιά μας έδειχνε την μικρή παράκαμψη για το αγίασμα του Αγίου Αθανασίου. Η μικρή όαση στο δρόμο για την Λαύρα μας δρόσισε και μας κράτησε κοντά της την επόμενη μισή ώρα. Μετά από δύο ώρες δρόμο αντικρίσαμε την Μεγίστη Λαύρα. Κάτσαμε για λίγο στους πάγκους στο μικρό περίπτερο έξω από την μονή με την μοναδική θέα από ψηλά. Το ταξίδι της ημέρας ήταν κοντά στην δύση του.

 

 

Περάσαμε την παλιά βαριά πόρτα του μοναστηριού με κατεύθυνση το αρχονταρίκι καθώς έδειχναν και οι χειρόγραφες πινακίδες. Στο αρχονταρίκι υπήρχε μια ηρεμία γενικότερα, μας έδωσαν δωμάτιο και μας είπαν το πρόγραμμα των ακολουθιών και του φαγητού της μονής. Από τα παράθυρα του κελιού μας η θέα μοναδική, το απέραντο γαλάζιο χανότανε στο βάθος εκεί που αντάμωνε ουρανός και θάλασσα.

 

Κατεβήκαμε για τον μικρό εσπερινό στο καθολικό και στην συνέχεια για το φαγητό στην παλιά τράπεζα, μοναδικά έργα τέχνης, ουσιαστικά όλο το Άγιον Όρος είναι ένα ζωντανό,  βυζαντινό και παλαιοχριστιανικό μουσείο.

 

Έξω από το καθολικό ανάμεσα σε αυτό και την τράπεζα μεσολαβούσε η παλαιά φιάλη, ένα από τα παλαιότερα «μνημεία» μέσα στο μοναστήρι, τα δωρικά περιστύλια αλλά και οι σκαλιστές μαρμάρινες μετόπες με σκηνές από αρχαίο κυνήγι και παλαιά Ελλάδα έκλειναν στην αγκαλιά τους τουλάχιστον δέκα αιώνες ζωής και λειτουργίας, η μπρούτζινη χαρακτηριστική κρήνη έστεκε σαν σημαία στο κέντρο του μνημείου.

 

 

Μετά από ένα εσπερινό γεμάτο γαλήνη και ειρήνη  περάσαμε με τους πατέρες στην παλιά τράπεζα της μονής. Τραπέζια  στρόγγυλα από  παλαιό μάρμαρο που τα χρόνια και οι αιώνες είχαν με τέχνη σμιλεύσει , ορισμένα από αυτά σκαλισμένα με παλαιοχριστιανικά σύμβολα και πολύ αγάπη όπως απαιτεί ένα τέτοιο αντίστοιχο έργο εποχής ,γύρω από αυτά  οι ξύλινοι κυκλικοί πάγκοι  καμωμένοι από ξύλο βελανιδιάς κομμάτι  και αυτοί στο ανεξίτηλο κάρμα που δέσποζε στο χώρο.

 

 Η εικονογράφηση συγκλονιστική από κάθε πλευρά του χώρου, ο Θεοφάνης ο Κρης και οι γιοί του έχουν αγιογραφίσει στο μεγαλύτερο μέρος της  τράπεζας, πραγματικά δεν ήξερες που να κοιτάξεις ενώ όλοι προσεύχονταν την στιγμή εκείνη πριν το φαγητό. Αμέσως μετά το φαγητό περάσαμε στο καθολικό για το μικρό απόδειπνο και στην συνέχεια κάποιοι στα δωμάτια και άλλοι στον υπαίθριο  χώρο έξω από το αρχονταρίκι.

 

Η επόμενη μέρα μας βρήκε νωρίς ξημερώματα στο Καθολικό στην λειτουργία της Κυριακής και αμέσως μετά την πρωινή τράπεζα αφήσαμε πίσω μας την μονή με κατεύθυνση το μονοπάτι που οδηγούσε στα καυσοκαλύβια μέσω της  ερήμου. Από εκεί θα ανεβαίναμε στην κερασιά και στην συνέχεια θα βρίσκαμε το μονοπάτι του σταυρού για την σκήτη της Άγιας Άννας. Το πρώτο τμήμα του μονοπατιού ήταν κυριολεκτικά κλειστό μεταξύ  Μεγίστης  Λαύρας  και σκήτης Προδρόμου ή αλλιώς ρουμάνικης. Επιστρέψαμε μετά από μισή περίπου ώρα προσπαθώντας να ανοίξουμε δρόμο μέσα από τα βάτα. Όπως μας είπαν η πρόσφατη χιονοστιβάδα είχε ρίξει και είχε σπάσει τα περισσότερα δέντρα στο ίχνος του στενού μονοπατιού κάνοντας την διάβαση του αδύνατη.

 

 

Πήραμε το παράλληλο μονοπάτι που έφευγε πάνω από τον δρόμο και που  με πολλούς κόπους κρατούσαν ανοιχτό ακόμα οι γέροντες. Πήραμε ύψος σιγά σιγά από δεξιά της προδρόμου και συνεχίζοντας έτσι για την έξοδο του μονοπατιού στην έρημο πριν τα καυσοκαλύβια με κατεύθυνση τον Άγιο Νείλο. Η θέα μοναδική, σταματούσαμε κάθε 20 μέτρα κοιτώντας γύρω μας, το μονοπάτι τεχνικό και δύσβατο .

 

Ο Άθωνας πάντα από δεξιά μας ντυμένος στα λευκά του , άγριος και απρόσιτος όπως φαινόταν από χαμηλά , από αριστερά μας πάντα η θάλασσα , τώρα από ψηλά πολύ πιο ήρεμη και γαλήνια έμοιαζε σαν να κοιμόταν στις δαντελωτές ακτές της ερήμου. Μοναδική θέα, η θέωση εκεί , τα χρώματα της πίστης , ο Άνθρωπος , μοναδικός και αιώνιος .

 

 Όπως γράφει και ο Γιώργος Θεοτοκάς στο «Οδοιπορικόν του Αγίου Όρους»: “Πέρα απ’ εκεί, το τοπίο αγριεύει ολότελα. Τα βραχώδη κράσπεδα του μεγάλου βουνού προβάλλουν ολοένα πιο ψηλά. Η φυτεία αραιώνει, ο τόπος είναι άνυδρος, απροσπέλαστος, απωθεί κάθε ζωή. Μονάχα μερικοί θάμνοι, μερικά αγριόδεντρα προσθέτουν εδώ κι εκεί λίγο πράσινο στις σκληρές, πέτρινες επιφάνειες. Καθώς ατενίζει κανείς, από το πέλαγος, το θέαμα που συνθέτουν οι φοβεροί βράχοι και τα βάραθρα, έχει την εντύπωση ότι δεν είναι δυνατό να κινηθούν άνθρωποι σ’ αυτά τα μέρη. Είναι η λεγόμενη Έρημος του Αγίου Όρους, η μοναδική γωνιά της γης όπου συνεχίζεται η παλαιοχριστιανική παράδοση των ερημιτών της Αιγύπτου, του Σινά, της Παλαιστίνης. Εκεί καταφεύγουν και απομονώνονται oι μοναχοί των άκρων, καθώς θα λέγαμε με την κοσμική μας ορολογία οι «εξτρεμιστές», οι πιό αδιάλλακτοι, οι απόλυτοι, εκείνοι που θεωρούν ότι ακόμα και του μοναστηριού η ζωή είναι μια παραχώρηση στην κοινωνικότητα, μια αδυναμία, ένας συμβιβασμός. Μέσα στην τέλεια ησυχία, στην όσο το δυνατό πιο ολοκληρωτική απογύμνωσή τους από τις ανάγκες της υλικής ύπαρξης κι από τις φροντίδες του κόσμου, αγωνίζονται να συλλάβουν και να ζήσουν το πνεύμα στην πιο άδολη ουσία του, στα τελευταία σύνορα, στις εσχατιές του «ενθάδε» προς το «επέκεινα»”.

 

Αφήσαμε πίσω μας τον Άγιο Νείλο μετά τα κακοτράχαλα  βράχια της ερήμου και τους πελώριους βράχους που ήταν κρεμασμένοι πάνω από τα κεφάλια μας  -σαν να'χαν σταματήσει εκεί από κάτι μικρό και που σου έδιναν την εντύπωση ότι με το παραμικρό κινδύνευες να κατρακυλήσουν και να σε πλακώσουν – και πιάσαμε να ανηφορίζουμε το μονοπάτι τώρα με κατεύθυνση την κερασιά πάνω από τα καυσοκαλύβια.

 

 

Οι πρώτες χιονούρες έκαναν την εμφάνιση τους μετά από περίπου ένα χιλιόμετρο. Όσο ανεβαίναμε οι χιονούρες πύκνωναν και μετά περίπου 600 μέτρα υψόμετρο χάθηκε και το ίχνος του μονοπατιού. Γνωρίζαμε ότι το μονοπάτι του σταυρού που οδηγούσε στην σκήτη της άγιας Άννας κινούνταν στην ευθεία του περίπου στα 800 μέτρα υψομετρικής και κανείς δεν ήταν πια σίγουρος αν θα μπορούσαμε να το βρούμε σαν ίχνος μονοπατιού αφού ήδη είχαμε χάσει το ίχνος.

 

Η απόφαση της παρέας ήταν να επιστρέψουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε πίσω στην Λαύρα μιας και η πρωινή ανταπόκριση με λεωφορείο για τις Καρυές θα έφευγε από εκεί νωρίς το πρωί στις 7 και εμείς την επομένη θα βγαίναμε από το Όρος. Προτεραιότητα όπως είπα νωρίτερα ήταν να φτάσουμε στην Λαύρα πριν πέσει το φως και κλείσουν οι πόρτες της μονής αφού κανείς δεν ήθελε να περάσει την νύχτα εκτός μονής γιατί το βράδυ έπεφτε το θερμόμετρο χαμηλά.

 

 

Φτάσαμε στην Λαύρα μετά την μικρή μας «Οδύσσεια» μια ώρα και κάτι πριν το κλείσιμο της πόρτας, βρήκαμε ζεστό φαγητό και πάλι οι φιλόξενοι άνθρωποι εκεί μας έδωσαν χώρο να κοιμηθούμε. Το πρωί στις 7 έξω από το μοναστήρι βρεθήκαμε με μερικούς άλλους προσκυνητές και 4 Σέρβους να περιμένουμε το λεωφορείο για τις Καρυές. Το λεωφορείο έκανε στάση στο αγίασμα του Αγίου Αθανασίου κτήτορα της μονής και από εκεί  επιβιβαστήκαμε και πάλι με κατεύθυνση Καρυές και στην συνέχεια Δάφνη όπου θα παίρναμε το πλοίο για Ουρανούπολη,  σφραγίζοντας  έτσι και αυτό το οδοιπορικό μας στην Αθωνική Πολιτεία.

 

Παύλος Διακουμάκος


- Την παρέα του οδοιπορικού αποτελούσαν οι Παύλος Διακουμάκος, Κώστας Κουρτέλης, Άγις Πίσχος και Διονύσης Διονυσόπουλος

- Αναδημοσίευση από το προσωπικό blog του Παύλου Διακουμάκου

 

 

View this photo set on Flickr

 

Παύλος Διακουμάκος

Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Καλές Τέχνες, Ζωγραφική και Σχεδιασμό κοσμήματος. Διατηρεί κατάστημα με κοσμήματα στην Κέρκυρα και παράλληλα έχει και μια εταιρία Αθλητικού εναλλακτικού τουρισμού, την Arcadian Trails. Ασχολείται με τον Μαραθώνιο δρόμο και το Ορεινό τρέξιμο και παράλληλα είναι διοργανωτής αγώνων βουνού και ασφάλτου στην Αρκαδία. Ιδρυτής της Ομάδας των δρομέων της Φλόγας (Σύλλογος Γονιών Παιδιών με Καρκίνο). Συχνά επισκέπτεται και οδοιπορεί στον Άγιον Όρος με πολλούς φίλους από την δρομική κοινότητα.

Σχετικά Άρθρα

ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ