Ορειβασία: Άπολογισμός της Αποστολής στο Dhaulagiri από τον Μιχάλη Στύλλα

By 11 Σεπ 2002

Καμιά φορά στη ζωή μας συναντάμε καταστάσεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε απόλυτα. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την φύση αυτές οι ανεξέλεγκτες καταστάσεις διαδέχονται η μία την άλλη και εμείς απλά πρέπει να δείξουμε σεβασμό αλλά και ικανότητα προσαρμογής στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Όταν πιο συγκεκριμένα, ένα βουνό δεν θέλει κανέναν στα σπλάχνα του, σημαίνει ότι δεν θέλει. Αυτό το βουνό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ο Σμόλικας η Γκαμήλα, ο Όλυμπος ή όπως έτυχε πιο πρόσφατα στην περίπτωση μου το Dhaulagiri.

Είχα την τιμή να επιλεγώ από τον Robert Link να συμμετάσχω ως βοηθός σε μια Αμερικάνικη εμπορική αποστολή στο ¨Βουνό των Καταιγίδων¨, όπως αρκετοί πολύ σωστά έχουν χαρακτηρίσει στο παρελθόν. Το να πήγαινα στα Ιμαλάια ήταν όνειρο ζωής από μικρό παιδί, πόσο περισσότερο να είμαι μέλος μια αποστολής σε μια από τις σχετικά δύσκολες 8άρες κορυφές, και ιδιαίτερα όταν το ίδιο βουνό έχει κρατήσει και δύο Έλληνες ορειβάτες. Αλλά ως πρωτάρης σε τέτοιου είδους αποστολές δεν ήξερα τι να περιμένω.

Το Dhaulagiri είναι το έβδομο ψηλότερο βουνό στον κόσμο (8,167μ) και βρίσκεται στο κεντρικό Νεπάλ, κοντά στο Annapurna. Ενώ αρκετές προσπάθειες να κατακτηθούν άλλες 8άρες κορυφές όπως το Nanga Parbat, το Everest και το Kangchenjunga είχαν αρχίσει από τα τέλη του 19ου αιώνα, το Dhaulagiri επιχειρήθηκε για πρώτη φορά να κατακτηθεί από την μεγάλη Γαλλική αποστολή του Maurice Herzog μόλις το 1950. Τελικά η πρόσβαση στη βάση του βουνού αποδείχθηκε πολύ δύσκολη και ο Herzog έστρεψε την αποστολή 20 χλμ ανατολικότερα, όπου τελικά κατέκτησαν το Annapurna (8,091μ), το οποίο ήταν η πρώτη 8άρα κορυφή που κατακτήθηκε από τον άνθρωπο. Από τότε και για 10 χρόνια το Dhaulagiri απέτρεψε όλες τις προσπάθειες κατάκτησης του μέχρι τις 13 Μάη του 1960 όταν μία Ελβετική αποστολή με αρχηγό τον πολυμήχανο Max Eiselin κατάφερε να πατήσει την κορυφή, αφού περίμεναν τον αέρα να κοπάσει στα 7,000μ για 6 μέρες. Επίσης, ο διάσημος Αυστριακός Reinhold Messner υποχώρησε μία φορά από την Νότια πλευρά και μία φορά από την ΒΑ κόψη λόγω καιρού και κατάκτησε την κορυφή με την τρίτη προσπάθεια από τη ίδια διαδρομή μέσα σε 3 μέρες αφού είχε εγκλιματιστεί από την ανάβαση του στο Annapurna.

Όπως προανέφερα δεν έχω συμμετάσχει σε παρόμοιες αποστολές αλλά εδώ περιγράφω ότι είδα κατά την διάρκεια της αποστολής. Την αποστολή την συνάντησα στην Pokhara (η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Νεπάλ, και σαφώς πιο όμορφη από το Kathmandu) αφού είχα ήδη τελειώσει με τον αγώνα τρεξίματος Annapurna Mandala Trail και είχα προλάβει να ξεκουραστώ για λίγο. Μετά από δύο μέρες παραμονής στην Pokhara πετάξαμε για το χωριό του Jomsom το οποίο βρίσκεται στην καρδιά της περίφημης κοιλάδας του Kali Ghandaki και έχει αεροδρόμιο. Εκεί συναντήσαμε τους Sherpa της αποστολής μαζί με τον εξοπλισμό μας.

Στη συνέχεια όλα τα μέλη της αποστολής, συμπεριλαμβανομένων και τωv πεζοπόρων (trekkers) οι οποίοι θα συνόδευαν την αποστολή μέχρι το base camp ξεκινήσαμε προς το ιερό χωριό του Muktinath το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 3.500m περίπου ώστε να άρχιζε ένας σταδιακός εγκλιματισμός και για τους ορειβάτες αλλά και για τους πεζοπόρους. Μετά από πέντε ημέρες όλοι μας επιστρέψαμε στο Jomsom και στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς το πανέμορφο χωριό της Marpha από όπου και άρχιζε και το μονοπάτι για το base camp του Dhaulagiri.

Το trek για το base camp είχε πολύ περισσότερη διάρκεια από ότι αρχικά υπολογίζαμε και κράτησε 12 μέρες. Η ασυνήθιστη χιονόπτωση αυτής της άνοιξης δυσκόλεψε υπερβολικά τους βαστάζους να μεταφέρουν τους 4 τόνους υλικών στο base camp, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι το Dhaulagiri είναι από τα πιο δύσκολα βουνά από λογιστικής άποψης. Παρόλα αυτά κατά το διάστημα του trek κάναμε αρκετό ski και παίζαμε αμέτρητες παρτίδες σκάκι για να περάσει πιο ευχάριστα ο χρόνος. Κατά την διάρκεια του trek είχαμε και την ευκαιρία να δούμε για πρώτη φορά το Dhaulagiri από σχετικά κοντινή απόσταση και κυρίως να διακρίνουμε την διαδρομή που θα ακολουθούσαμε δηλαδή την ΒΑ κόψη.

Στη συνέχεια κατασκηνώσαμε στην τοποθεσία Kalopani (στα Νεπαλέζικα σημαίνει ‘μαύρο νερό΄) και μετά από δύο μέρες μετακινηθήκαμε προς το Dhampus pass. Όταν περάσαμε το Dhampus Pass και κατασκηνώσαμε στη λεγόμενη Hidden Valley (κρυμμένη κοιλάδα) ο καιρός μας έδειξε για πρώτη φορά τα δόντια του και oi χιονοθύελλες διαδέχονταν η μία την άλλη.

‘Όταν επιτέλους περάσαμε και το περίφημο French Pass και εγκατασταθήκαμε στο base camp (4.800μ), άρχισε η διαδικασία στησίματος των σκηνών, με ιδιαίτερη έμφαση στις σκηνές όπου στεγαζόταν η τραπεζαρία και η σκηνή των επικοινωνιών όπου και θα περνούσαμε τον περισσότερο χρόνο όσο βρισκόμασταν στο base camp. Στη συνέχεια άρχισε η αρχειοθέτηση του εξοπλισμού, η ετοιμασία των σκηνών που θα πήγαιναν ψηλά και διάφορες άλλες ετοιμασίες όπως το πέρασμα κορδονέτου στις αλουμινογωνιές, καταμέτρηση του μήκους των μόνιμων σκοινιών. Το trek ήταν καλό για το εγκλιματισμό μας εφόσον διασχίσαμε δύο περάσματα πάνω από 5,000μ. Προσωπικά τη διαδρομή αυτή την έκανα δύο φορές , αφού χρειάστηκε να συνοδέψω την κοπέλα που είχαμε για base camp manager στο κοντινότερο αεροδρόμιο του Jomsom για να προλάβει την πρώτη πτήση για τις ΗΠΑ λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας της μητέρας της.

Στο βουνό δεν υπήρχα καμία άλλη αποστολή και μόνο διάφορες ομάδες πεζοπόρων που περνούσαν περιοδικά σπάζανε την μονοτονία αλλά και τη ηρεμία του base camp. Επίσης στο base camp είχαμε και αρκετές πολυτέλειες, όπως δορυφορικά τηλέφωνα, δυνατότητα αποστολής και λήψης e-mail, μέχρι και DVD για την προβολή ταινιών!!! Όταν τελείωσε το στήσιμο και ό,τι άλλες δουλειές έρεπε να γίνουν αρχίσαμε να μελετάμε την διαδρομή.

Η Βόρειοανατολική κόψη του Dhaulagiri είναι η κλασσική διαδρομή την οποία ακολουθεί η πλειοψηφία των αποστολών. Σε συζητήσεις που είχαμε σκεφτόμασταν αρχικά να στήσουμε 4 κατασκηνώσεις, και αν χρειαζόταν μία πέμπτη στα 7,700-7,800μ. Πληροφορίες που είχαμε από προηγούμενες αποστολές ανέφεραν αρκετές τεχνικές δυσκολίες από τα 7,000-7400μ, ενώ πάνω από τα 7,400μ η κλίση μειωνόταν αλλά η διαδρομή περιλάμβανε μία τραβέρσα που ήταν αρκετά εκτεθειμένη. Τέλος, το λούκι που οδηγεί στην κορυφή έχει μια κλίση 45-50ο, και χρειαζόταν φιξαρισμένο σχοινί κατά την κατάβαση. Αναφορές από αρκετές προηγούμενες αποστολές γινόταν για τον πολύ αέρα που φυσάει ψηλά. Κατά την διάρκεια του trek όταν μπορούσαμε να δούμε, το βουνό είχε τον χαρακτηριστικό κώνο χιονιού από την κορυφή.

Μετά το Punga, την τελετή που κάνουν οι sherpa παρακαλώντας το βουνό για να είναι φιλικό (την τελετή ηγείται ένας Lama – Βουδιστής μοναχός), άρχισε η δουλειά. Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής περιλάμβανε ανάβαση σε μια πλαγιά 200μ που από αρχική άποψη φαινόταν αρκετά απότομη και εκτεθειμένη σε παγοπτώσεις και κατολισθήσεις. Κοντινότερη παρατήρηση έδειξε ότι οι αντικειμενικοί κίνδυνοι ήταν σαφώς μικρότεροι ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες. Η κατασκήνωση 1 (Κ1) στήθηκε στα 5,200μ σχετικά κοντά στο base camp και χρησιμοποιήθηκε ως κατασκήνωση ανεφοδιασμού για τις υπόλοιπες κατασκηνώσεις.

Μέσα σε μία εβδομάδα οι sherpa και οι δύο βοηθοί είχαμε φιξάρει σκοινί, και είχαμε κουβαλήσει σκηνές καύσιμα και οξυγόνο μέχρι και την κατασκήνωση 3 στα 6,600μ. με την Κ2 να βρίσκεται στα 5,800μ. Η διαδρομή μέχρι και την Κ2 ήταν εξολοκλήρου διάσχιση του παγετώνα ενώ μεταξύ Κ2 και Κ3 οι crevasses μειωνόταν και η κλίση γινόταν λίγο πιο απότομη αφού άρχιζε η ανάβαση στην ΒΑ κόψη.

Στη συνέχεια κατεβήκαμε στην Κ1 να συναντήσουμε τους πελάτες με τον αρχηγό αποστολής και να περάσουμε την νύχτα σε χαμηλότερο υψόμετρο ακολουθώντας τον κανόνα του εγκλιματισμού «κουβάλα ψηλά, κοιμήσου χαμηλά» (carry high, sleep low). Ήταν η μόνη νύχτα που κοιμηθήκαμε στην Κ1. Την επομένη κινηθήκαμε μέσα από τον παγετώνα στην Κ2 με σκοπό να περάσουμε μια μέρα εκεί και να μεταφέρουμε φορτία στην Κ3, ώστε οι sherpa να μπορέσουν να εγκαταστήσουν και να εξοπλίσουν με οξυγόνο την Κ4 στα 7,400μ. και αν ο καιρός επέτρεπε να προσπαθούσαμε για την κορυφή μέσα στις επόμενες 5-7μέρες. Ήταν αρχές Μάη και όπως λένε ο τροπικός αεροχείμαρρος (ένα μόνιμο ρεύμα αέρα που φυσάει από τους πόλους προς τον ισημερινό) σηκώνεται από το ύψος τον 8,000-9,000μ, δίδοντας αρκετά παράθυρα καλοκαιρίας.

Μέσα στο μυαλό μου τριγύριζαν κρυφές σκέψεις για την κορυφή. ¨Φαντάσου, σκεφτόμουνα, να είναι ο καιρός καλός να πατήσουμε την κορυφή και να ξεμπερδέψουμε έτσι εύκολα…¨, αλλά αυτές οι σκέψεις έμειναν μόνο στο μυαλό μου αφού το βουνό άρχισε να δείχνει τον άσχημο του εαυτό. Μετά από μία πολύ βαριά χιονόπτωση που κράτησε 3 μέρες μόνο μέλημα μας ήταν πώς να ξεθάβουμε τις σκηνές και πως να αποφύγουμε τις χιονοστιβάδες όταν αποφασίζαμε να κινηθούμε. Επειδή το χιόνι ήταν πολύ και το βουνό φαινόταν φορτωμένο περιμέναμε άλλες 3 μέρες στην Κ2, με αποτέλεσμα να τελειώσουν τα τρόφιμα και τα καύσιμα που είχαμε στη Κ2 και να αναγκαστούμε έτσι να κατεβούμε στο base camp για ξεκούραση και ανεφοδιασμό. Επίσης, η βαριά χιονόπτωση είχε ως αποτέλεσμα να θαφτούν τελείως τα φιξαρισμένα σκοινιά που είχαμε τοποθετήσει πάνω από τα 6.000μ. κάνοντας μας να ανησυχούμε για το τι θα βρίσκαμε όταν θα ξανανεβαίναμε στην Κ3.

Καθίσαμε άλλες 5 μέρες στο base camp όπου χιόνιζε σχεδόν κάθε απόγευμα. Ο αέρας που φυσούσε ψηλά είχε ως αποτέλεσμα να ¨καθαρίσει¨ η ΒΑ κόψη και όταν οι συνθήκες ήταν πάλι ευνοϊκές ξεκινήσαμε όλοι μαζί για την δεύτερη προσπάθεια μας για την κορυφή. Ο καλύτερος εγκλιματισμός ήταν εμφανής και κινηθήκαμε στην Κ2 μέσα σε 7 ώρες, και την επομένη στην Κ3 στα 6.600μ. Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε για την Κ4 αλλά στα 7.000μ η χιονοθύελλα μας ανάγκασε να γυρίσουμε πίσω. Εκείνη την ημέρα ο φωτογράφος και κάμεραμαν της αποστολής Tommy Heinrich από την Αργεντινή έπασχε από AMS (Acute Mountain Sickness) με αποτέλεσμα να χρειάζεται βοήθεια στην κατάβαση. Ευτυχώς για τον Tommy δεν συνεχίσαμε ψηλότερα.

Καθίσαμε άλλες 3 μέρες στην Κ3 περιμένοντας τον αέρα να κοπάσει. Από την κατασκήνωση αυτή είχαμε εκπληκτική θέα της οροσειράς του Annapurna και όταν κοιτούσαμε το πανέμορφο Annapurna I όλοι σκέφτονταν τον φίλο Ed Viestrus που έκανε την τρίτη προσπάθεια του για να το κατακτήσει. Μέσα σε αυτές τις 3 μέρες ο Jeff Justman και εγώ (οι δύο βοηθοί τις αποστολής) κατεβήκαμε στην Κ2 να φέρουμε και άλλα τρόφιμα και καύσιμα, ενώ οι sherpa είχαν ανέβει στα 7.400μ και είχαν εγκαταστήσει την Κ4, μέσα σε πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες. Την τέταρτη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε για την Κ4 με τους πελάτες να δείχνουν ιδιαίτερα κουρασμένοι αφού ήθελαν βοήθεια μέχρι και στο να λιώσουν χιόνι για να κάνουν νερό και πρωινό. Μετά από 14 ώρες αργής ανάβασης σε μικτό πεδίο πάγου-βράχου με αρκετά κατακόρυφα κομμάτια, και αφού είχε νυχτώσει, αντικρίσαμε το φως της σκηνής των sherpa στην Κ4. Μπήκαμε μέσα στα σκηνές που είχαν πρόχειρα τοποθετήσει για μας και το πρώτο πράγμα ήταν να περιποιηθούμε τους εαυτούς μας, να ζεσταθούμε, να κάνουμε νερό, και λίγο φαγητό, ό,τι μπορεί να φάει κανείς σε αυτό το υψόμετρο.

Στη συνέχεια ο J.J εγώ και τρεις sherpa βγήκαμε έξω με τους φακούς κεφαλής μας να φτιάξουμε λίγο καλύτερα τις πλατφόρμες των σκηνών, και να τις ασφαλίσουμε περισσότερο προσθέτοντας περισσότερες αλουμινογωνιές στα πλάγια δένοντας τις από πάνω με πολλά σκοινιά ώστε να σχηματιστεί ένα δίχτυ, για προστασία από τον αέρα. Έξω είχε πολύ κρύο και πολύ αέρα, και μέσα στις σκηνές μόνο άνετα δεν ήταν, αφού σε σκηνές 3 ατόμων κοιμόμασταν τέσσερα άτομα. Μέσα στις σκηνές ήμασταν με τα μποντριέ ώστε να δεθούμε αμέσως σε περίπτωση που σκιζόταν η σκηνή από τον αέρα.

Το άλλο πράγμα που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ανεβαίνοντας από την Κ3 στην Κ4 ήταν οι πολλές εγκαταλελειμμένες κατασκηνώσεις από προηγούμενες αποστολές, παλιές φιάλες οξυγόνου και γενικά ένα σωρό σκουπίδια. Σε πολλές διαλυμένες σκηνές υπήρχαν και νεκροί ορειβάτες είτε μέσα είτε κρεμασμένοι στα βράχια. Όταν αντίκρισα αυτό το θέαμα ένιωσα φόβο, πολύ φόβο. Το κάθε συννεφάκι στον ορίζοντα ξαφνικά φαινόταν ύποπτο: “αν έρθει μια καταιγίδα τώρα μπορεί να καταλήξω και εγώ σαν και αυτόν σε ελάχιστο χρόνο”, μετά ξυπνάει μέσα σου το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και νιώθεις πάλι γενναίος και δυνατός, νιώθεις ότι έχεις τον έλεγχο των καταστάσεων που στην ουσία δεν έχεις, και αυτομάτως αποκτάς άλλο σεβασμό για το βουνό, το κάθε βουνό. Μετά πέφτει ο ήλιος και κρυώνεις και σκέφτεσαι για κρυοπαγήματα, υποθερμία και ό,τι χειρότερο περνάει από το μυαλό αλλά στη συνέχεια σκαρφαλώνεις λίγο και ξαναζεσταίνεσαι αποκτώντας πάλι την αυτοπεποίθηση σου. Κάθε βήμα εκεί πάνω είναι μια διαφορετική συναισθηματική και ψυχική κατάσταση και τα βήματα είναι αργά, πολύ αργά μεσολαβούν πέντε ή και εφτά αναπνοές μεταξύ κάθε βήματος και το μόνο που κάνεις είναι να σκέφτεσαι, να νιώθεις και να αισθάνεσαι τα πάντα, την ομορφιά του τοπίου την αγριάδα του ψηλού βουνού, τον αραιό αέρα, τον πάγο, το βράχο, την απουσία των αγαπημένων προσώπων, τον φόβο που τελικά είναι πολύ ωραίο αίσθημα γιατί απλά σε κρατάει ζωντανό. Είναι η ίδια η ζωή σου συμπιεσμένη από χρονικής άποψης αλλά απέραντη από συναισθηματικής άποψης!!!

Μετά από δύο μέρες αναγκαστικής παραμονής στη Κ4 εξαιτίας του πολύ δυνατού αέρα (150 χμ/ώρα) οι οποίες πέρασαν πολύ αργά και δύσκολα μέσα στα αντίσκηνα, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε για την κορυφή. Ήταν 4 το πρωί όταν τελικά ξεκινήσαμε και λόγω του αέρα η πρόοδος ήταν πολύ αργή. Το κρύο ήταν αβάσταχτο (περίπου –35 οC) ενώ με τις ριπές του αέρα η θερμοκρασία γινόταν ακόμα πιο χαμηλή, και για εμάς τους τρεις που δεν χρησιμοποιούσαμε οξυγόνο κάθε στάση είχε γίνει μαρτύριο αφού τουρτουρίζαμε από το κρύο. Περάσαμε την εκτεθειμένη τραβέρσα χωρίς να φιξάρουμε σκοινί αλλά ήμασταν δεμένοι μεταξύ μας και φτάσαμε στα 7,600μ στις 11:30 το πρωί. Ο ήλιος που είχε βγει είχε κάνει τα πράγματα λίγο καλύτερα αλλά το κρύο ήταν ακόμη ανυπόφορο και ο αέρας δεν σε άφηνε να αναπνεύσεις.

Ο αέρας δεν γνωρίζει ότι είσαι άνθρωπος, ο αέρας δεν κάνει διακρίσεις, απλά πιέζει την παγωμένη παλάμη του στο πρόσωπο σου αφήνοντας σε να παρακαλάς να σταματήσει και δεν σταματάει, ή μάλλον σταματάει όταν αυτός θέλει, εσύ μόνο υπομονή μπορείς να κάνεις και να σκεφτείς όμορφα πράγματα. Είναι αυτές οι στιγμές που νιώθείς ένα τίποτα, νιώθείς πόσο μικρός είσαι μπροστά στο μεγαλείο της φύσης και το μόνο που σε κρατάει όρθιο και ζωντανό είναι η ίδια σου η θέληση για την ζωή και τίποτα άλλο.

Αφού περάσαμε πίσω από τα βράχια που οριοθετούν το σημείο όπου η ανατολική κόψη συναντά την ΒΑ κόψη και αρχίσαμε να περπατάμε στην Βορινή πλευρά του βουνού και μπορέσαμε για πρώτη φορά και από κοντά να δούμε τα χαρακτηριστικά λούκια που οδηγούν προς την κορυφή ενώ ο αέρας ήταν ανυπόφορος. (σημ. στο σημείο αυτό τον Σεπτέμβριο του 1998 ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος είδε για τελευταία φορά τον μεγάλο και άτυχο Μπάμπη Τσουπρά, ο οποίος βρισκόταν κάτω από τα λούκια της κορυφής). Οι ριπές ερχόταν με τόση δύναμη που ξαπλώναμε κάτω γαντζωμένοι από τα πιολέ μας μέχρι να περάσει η κάθε ριπή. Με αυτές τις συνθήκες ο ρυθμός ήταν πάρα πολύ αργός και κουραστικός. Μετά από 2 ώρες είχαμε φτάσει στα 7.700μ βλέποντας το λούκι της κορυφής από πάνω μας. Τότε ο αρχηγός της αποστολής Robert Link, κρίνοντας την κατάσταση των πελατών την ώρα που είχαμε ήδη αργήσει, και τον ρυθμό που ήταν πάρα πολύ αργός, διέταξε την επιστροφή. Κανένας δεν αντέδρασε, όλοι μας πλέον περιμέναμε την απόφαση της επιστροφής ως κάτι το φυσικό. Από ώρες ο καθένας μέσα του είχε παραδώσει κάθε ελπίδα για την κορυφή, αλλά απλά κανένας δεν ήθελε να φανεί πιο αδύναμος από τους υπολοίπους με το να ζητούσε να επιστρέψει πίσω, όσο και κουρασμένος και να είσαι έχεις έναν εγωισμό.

Η κατάβαση στην Κ4 ήταν πάρα πολύ κουραστική και αργή. Το Annapurna απέναντι φαινόταν να χτυπιέται από τον ίδιο δυνατό αέρα. Με το που φτάσαμε στην Κ4 οι πελάτες μπήκαν κατευθείαν στα αντίσκηνα τους ενώ οδηγοί, βοηθοί και sherpa αρχίσαμε να λιώνουμε νερό για να κάνουμε τσάι και σούπες για τους πελάτες. Το Dhaulagiri μας είχε πει όχι για δεύτερη φορά. Και όμως, εκεί που είχαμε φτάσει η κορυφή φαινόταν τόσο κοντά αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά…

Ήταν η τέταρτη νύχτα στα 7.400μ και η εξάντληση ήταν εμφανής στα πρόσωπα όλων. Οι πελάτες χρησιμοποιούσαν το οξυγόνο σχεδόν συνεχόμενα. Το να μείνεις για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σε τέτοιο υψόμετρο είναι μεγάλη υπόθεση. Θεωρητικά χωρίς να κάνεις τίποτα πρέπει να καταναλώνεις 6 λίτρα νερό το 24ώρο, εμείς δεν καταναλώσαμε αυτήν την ποσότητα ούτε και στις τέσσερις μέρες που μείναμε εκεί επάνω. Το επόμενο πρωί όλοι θα κατέβαιναν στη Κ2 και μια μέρα μετά στο base camp όπου οι πελάτες είχαν δηλώσει την επιθυμία να φύγουν, δεν ήθελαν άλλο είχαν κάνει αρκετά μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Τη νύχτα εκείνη ο Robert ρώτησε εμένα και τον J.J. εάν θέλαμε να μείνουμε άλλη μια μέρα εκεί επάνω και να ξαναπροσπαθούσαμε για την κορυφή. Εγώ παρά την κούραση και ως πιο ενθουσιώδης είπα αμέσως ναι, χωρίς και να σκεφτώ ιδιαίτερα τη σήμαινε μία ακόμη μέρα στα 7.400μ με μία ή δυο σούπες για φαγητό και μετά άλλη μια συνεχόμενη προσπάθεια για την κορυφή. Ο πιο έμπειρος J.J με καθησύχασε και με έβαλε σε σκέψεις όταν μου είπε ότι δεν είχαμε καλαμάκια μπαμπού (bamboo wands) για να σημαδέψουμε την διαδρομή και να βρούμε τον δρόμο μας στην Κ4 σε περίπτωση που έκλεινε ο καιρός, αλλά ούτε και άλλο σκοινί δεν είχαμε για να φιξάρουμε το λούκι της κορυφής, οπότε και εγκαταλείψαμε την ιδέα αυτή.

Μετά από δύο μέρες όλοι ήταν στο base camp ασφαλείς και αρτιμελείς, ενώ είχαμε αφήσει όλες τις κατασκηνώσείς με λιγότερες σκηνές με την ελπίδα μιας τρίτης προσπάθειας. Ήταν 18 Μαΐου όταν το ελικόπτερο ήρθε και παρέλαβε όλους τους πελάτες εκτός από έναν τον Andy Monrdey, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να ξαναπροσπαθήσει μαζί μας. Ο φόβος τώρα πλέον ήταν οι μουσώνες οι οποίοι είχαν αρχίσει να εμφανίζονται αφού στο base camp έβρεχε καθημερινά.

Και πράγματι, για πολλοστή φορά περάσαμε τις Κ1και Κ2 και ήμασταν στην Κ3 μέσα σε δυο μέρες. Οι σκηνές είχαν θαφτεί τελείως και απαιτούσε πολύ κόπο να ξεθαφτούν. Όταν ξεκινήσαμε για την Κ4 η χιονοθύελλα ήταν πάρα πολύ έντονη και μας ανάγκασε να γυρίσουμε πίσω. Άλλες δύο μέρες υπομονής στην Κ3 σημάνανε το τέλος της αποστολής για μας αφού οι μουσώνες με τις πολύ έντονες χιονοπτώσεις είχαν κάνει κάθε κίνηση προς τα επάνω πολύ επικίνδυνη. Λίγες ακόμα μέρες στο base camp και επιστρέψαμε στο Kathmandu με ελικόπτερο.

Εάν με ρωτήσει κανείς εάν θα πήγαινα ξανά στο Dhaulagiri ή σε οποιαδήποτε άλλη αποστολή στα Ιμαλάια, θα έλεγα ΝΑΙ χωρίς καμία επιφύλαξη. Γιατί αυτά που βίωσα στο χρονικό διάστημα της πρώτης μου μεγάλης αποστολής ήταν πέρα από κάθε φαντασία και σκέψη που είχα πριν την αποστολή, παρόλο που δεν πατήσαμε την κορυφή και εάν θα έπρεπε να περιγράψω την εμπειρία αυτήν με λίγα λόγια απλά θα έλεγα ότι καμία φορά η αξία και η ουσία μιας προσπάθειας βρίσκεται στο ταξίδι και όχι στον προορισμό…

Λάζαρος Ρήγος

Γεννήθηκε στην Τήνο το 1961 και ζει στο Λιτόχωρο του Ολύμπου από το 2008. Ίδρυσε το Adventure Zone το 2001, μετά από σκέψεις για δημιουργία ενός ελληνικού portal για τα σπορ περιπέτειας. Δημιούργησε αγώνες ορεινού τρεξίματος, όπως Olympus Marathon (2004), Virgin Forest Trail (2007), Χειμωνιάτικος Ενιπέας (2006), Rodopi Ultra Trail (2009), Olympus Mythical Trail (2012). Στο ενεργητικό του αρκετές συμμετοχές σε αγώνες, όπως και μικρές αποστολές ultra διασχίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό

www.advendure.com

ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ