![advendure_logo_black_red_grey_small.png](/images/2018/08/20/advendure_logo_black_red_grey_small.png)
ADVENDURE is the leading web portal in Greece about Mountain Running, Adventure, Endurance and other Mountain Sports
Στο τρέξιμο υπέρ-αποστάσεων υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τα όρια της αντοχής, η οποία συχνά επηρεάζει ακόμη και έμπειρους αθλητές να φτάνουν στο κατώφλι της εγκατάλειψης ή αυτού που κοινά λέμε DNF. Έχετε σκεφτεί ποτέ αν αρκεί ένα υψηλό VO2 max ή μια εξαιρετική οικονομία τρεξίματος—αν και βέβαια και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι πολύ σημαντικά και χρήσιμα, ποια είναι η συνδρομή της ψυχικής “σκληρότητας”, της σωστής ενυδάτωσης ή ενός σιδερένιου στομαχιού; Είναι όλα αυτά και ίσως πολλά άλλα που συμβάλουν στις επιδόσεις και κυρίως αποδόσεις.
Πέρα από το "Born to Run"
Το πρώτο σημείο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι το τρέξιμο υπέρ-αποστάσεων δεν είναι κάτι που πρέπει να θεωρείται φυσικό. Σίγουρα, υπάρχουν κάποιες ξεκάθαρες ενδείξεις ότι η εξέλιξη, μας διαμόρφωσε για να τρέχουμε μεγάλες αποστάσεις. Αλλά οι απαιτήσεις των σύγχρονων υπέρ-αποστάσεων, τόσο σε μορφή προπόνησης όσο και σε μορφή αγώνων, είναι πολύ πιο ακραίες από ό,τι το επίμονο hunting – gathering που έκαναν από ανάγκη οι πρόγονοί μας. Ως αποτέλεσμα, δεν πρέπει να βλέπουμε το τρέξιμο υπέρ-αντοχής ως την απόλυτη έκφραση της εξελιγμένης φυσικής μας φύσης, ούτε τους αντίστοιχους δρομείς ως αντιπροσώπους των προγόνων μας.
Στην πραγματικότητα, το πιο σχετικό εξελικτικό πλεονέκτημα που έχουμε, μπορεί να είναι η «φαινοτυπική πλαστικότητα» [ορισμός: Ο βαθμός στον οποίο οι οργανισμοί μπορούν να εγκλιματιστούν υπαγορεύεται από τη φαινοτυπική πλαστικότητά τους ή την ικανότητα ενός οργανισμού να αλλάζει ορισμένα χαρακτηριστικά του], που είναι ένας άλλος τρόπος να πούμε ότι οι φυσικές μας ικανότητες - και μάλιστα το σώμα μας - αλλάζουν δραματικά ως απάντηση στις απαιτήσεις που του επιβάλλουμε. Η διατήρηση της μυϊκής μάζας, των ερυθρών αιμοσφαιρίων, των τριχοειδών αγγείων και των μιτοχονδρίων καταναλώνει ενέργεια. Εφόσον εξελιχθήκαμε για να εξοικονομούμε ενέργεια, περιορίζουμε αυτόματα αυτά τα χαρακτηριστικά όταν δεν προπονούμαστε. Αλλά η φαινοτυπική πλαστικότητα μάς δίνει επίσης τη δυνατότητα να ανταποκρινόμαστε σε εξαιρετικά μεγάλους όγκους προπόνησης, πολύ παραπάνω από τον οποιοδήποτε όγκο είχαν συνηθίσει οι πρόγονοί μας. Που βεβαίως βελτιώνουν τις επιδόσεις μας στη διάρκεια αγώνων υπέρ-αποστάσεων πέρα από το όριο που «σκόπευε» να ορίσει η εξέλιξη του είδους μας.
Έχει σημασία το οξυγόνο;
Τα μοντέλα απόδοσης μαραθωνίου επικεντρώνονται σε τρεις βασικές παραμέτρους: VO2 max, οικονομία τρεξίματος και κατώφλι γαλακτικού οξέος. Μαζί, αυτές οι παράμετροι καθορίζουν εάν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε αρκετό οξυγόνο στους μύες μας για να διατηρήσουμε τον επιθυμητό ρυθμό. Δεν είναι σαφές ότι η ίδια προσέγγιση θα μπορούσε να λειτουργήσει για τις υπέρ-αποστάσεις. Η προσφορά και η ζήτηση οξυγόνου έχουν μεγαλύτερη σημασία όταν τρέχουμε πιο γρήγορα από την ταχύτητα που αντιστοιχεί (περίπου) στο 90 τοις εκατό της μέγιστης VO2. Οι μαραθώνιοι τρέχονται πολύ κοντά σε αυτή την ταχύτητα, αλλά οι αγώνες ultra είναι πολύ πιο αργοί - συνήθως μεταξύ (περίπου) 40 με 70 τοις εκατό του VO2max ανάλογα με την απόσταση. Πολλοί ultra αγώνες πραγματοποιούνται σε εξαιρετικά απαιτητικά εδάφη, σε μεγάλα υψόμετρα (όπου το οξυγόνο είναι λιγότερο) και επειδή μετά από κάποια χιλιόμετρα θα αρχίσουμε να κουραζόμαστε περισσότερο, η φόρμα μας θα αρχίσει να “χαλάει”, τα αποθέματα καυσίμων μας θα εξαντλούνται και οι αναπνευστικοί μύες μας θα κουραστούν. Επομένως, το οξυγόνο έχει σημασία, αλλά δεν είναι ο κυρίαρχος παράγοντας, στους αγώνες υπέρ-αποστάσεων.
Έλεγχος εντέρων
Η θρυλική Ann Trason ονόμασε το υπέρ-τρέξιμο «διαγωνισμό φαγητού και ποτού». Ο λόγος είναι ότι σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες εμφανίζουν κάποιου είδους γαστρεντερικά συμπτώματα και για κάποιους είναι αρκετά σοβαρά ώστε να θέσουν σε κίνδυνο την απόδοση ή ακόμη και να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν (DNF). Εδώ είναι πραγματικά όπου τα όρια του τρεξίματος υπέρ-αποστάσεων διαφέρουν έντονα σε σχέση με τους τους πιο “σύντομους αγώνες”.
Το υποκείμενο πρόβλημα είναι ότι, κατά τη διάρκεια της άσκησης, το σώμα μας εκτρέπει το αίμα μακριά από το έντερο για να κρατήσει τους μύες που τρέχουν χαρούμενους. Η διακοπή της πέψης είναι εντάξει για μισή ώρα, αλλά δεν είναι επιλογή για μια ολόκληρη μέρα. Επομένως, πρέπει να προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε να τροφοδοτούμε το σώμα μας με καύσιμο, παρά το γεγονός ότι τα έντερα μας δεν λειτουργούν σωστά. Αυτή η δυσλειτουργία εξαπολύει τοξίνες στην κυκλοφορία του αίματος, κάτι που μπορεί να είναι το αίτιο που προκαλεί το αίσθημα της ναυτίας. Τα νεύρα και το άγχος πριν από τον αγώνα κάνουν τα πράγματα χειρότερα, όπως και ορισμένα είδη φαγητού. Δεν υπάρχουν μαγικές θεραπείες, αλλά υπάρχουν τρόποι να ελαχιστοποιήσουμε τους κινδύνους. Η κόπωση της γεύσης είναι επίσης ένα πρόβλημα, λόγω της «υπερδιέγερσης των γευστικών υποδοχέων» ειδικά μετά από αρκετές ώρες μέσα σε έναν αγώνα. Υπάρχει μια προφανής λύση—απλώς φάτε κάτι άλλο!—αλλά η εξισορρόπηση της γευστικότητας και της πεπτικότητας είναι μια μεγάλη πρόκληση που απαιτεί πειραματισμό κατά την διάρκεια των προπονήσεων μας. Εκεί θα βρούμε τους τρόπους διαχείρισης των γαστρεντερικών προκλήσεων που μπορεί να συναντήσουμε στη διάρκεια των υπέρ῏αποστάσεων.
Δύο είδη κούρασης
Το τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό θέμα είναι η διάκριση μεταξύ των δύο ειδών κόπωσης που αισθάνεται ο δρομέας: κόπωση απόδοσης και κόπωση αντιληπτής απόδοσης.
Η κόπωση της απόδοσης είναι αυτό που μπορούμε να δούμε εάν μετρήσουμε απευθείας τη μυϊκή δύναμη μετά από 20 ώρες υπέρ-τρεξίματος. Για παράδειγμα, η μέγιστη δύναμη των ποδιών θα έχει μειωθεί κατά 35 έως 40 τοις εκατό. Αλλά δεν χρειάζεται η μέγιστη δύναμη, ή ακόμα και το 60 τοις εκατό της μέγιστης δύναμης, για να συνεχίσουμε – μυϊκά, τα πόδια είναι ακόμα ικανά να συνεχίσουν.
Η αντιληπτή κόπωση, από την άλλη πλευρά, έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε αυτή την κόπωση που κυρίως εκφράζεται στην αίσθηση της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλουμε ακόμη για να διατηρήσουμε έναν δεδομένο ρυθμό. Η αντιληπτή κόπωση ορίζεται από τον “κεντρικό κυβερνήτη” του οργανισμού μας, τον εγκέφαλο μας και δεν είναι εντελώς ανεξάρτητη από την κόπωση της απόδοσης. Εάν οι μύες μας χάσουν το 40 τοις εκατό της δύναμής τους, ο εγκέφαλός μας θα πρέπει να τους στείλει ένα ισχυρότερο σήμα για να διατηρήσουν τον ρυθμό μας σταθερό, κάτι που θα αυξήσει την αίσθηση της προσπάθειας. Αν σε αυτά προστεθούν και άλλοι παράγοντες: η γνωστική κόπωση της παραμονής σε εγρήγορση, η στέρηση ύπνου, η κούραση στους αναπνευστικούς μυς, η πείνα, η δίψα, η υπερθέρμανση κ.λπ. τότε αυτή η αντιληπτή κόπωση, είναι τελικά που συνήθως μεσολαβεί στις αποφάσεις μας για επιτάχυνση, επιβράδυνση ή εγκατάλειψη ειδικά επειδή ο εγκέφαλος μας αντιλαμβάνεται όλους αυτούς τους παράγοντες ως ‘κινδύνους’ που απειλούν την καλή λειτουργία του οργανισμού μας. Οπότε, δουλειά του είναι να στείλει μηνύματα που επηρεάζουν τις αρνητικές σκέψεις μας, με σκοπό να περιορίσει ακόμη περισσότερο τα όρια της απόδοσης μας.
Αυτό ισχύει και για αγώνες μικρότερων αποστάσεων/διάρκειας. Για τους αγώνες ultra όμως η συνεισφορά αυτών των παραγόντων είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τους μυϊκούς και Vo2 παράγοντες. Τελικά, ίσως η ίδια η φύση των ultra να υπαγορεύει μια ακατάστατη και πολύπλευρη εικόνα. Οι βελτιώσεις στην απόδοση τρεξίματος υπέρ-αποστάσεων πιθανότατα θα προέλθουν από τις εξελίξεις στη διαχείριση της φθοράς των συστημάτων. Οι επιστήμονες μπορούν να μετρούν ό,τι θέλουν στο εργαστήριο, αλλά αυτές οι μετρήσεις δεν έχουν νόημα μετά από για παράδειγμα 12+ ώρες τρεξίματος.
Το πραγματικό “σύνορο” του υπέρ-τρεξίματος είναι αυτό που ορίζει ο “κεντρικός κυβερνήτης” μας – ο εγκέφαλος μας! Η φαινοτυπική πλαστικότητα του οργανισμού μας από την άλλη είναι το μυστικό μας όπλο. Μαθαίνοντας πώς να διαχειριζόμαστε τη φθορά των συστημάτων μας – και κυρίως να ελέγχουμε το αίσθημα της αντιληπτής κόπωσης, μπορούμε να επηρεάσουμε σε μεγάλο βαθμό θετικά τον “κεντρικό κυβερνήτη”, και τα μηνύματα που αυτός στέλνει προσπαθώντας συνεχώς να περιορίσει τα όρια μας.
Πάνος Αλεξάκος