ROUT 2010: Tο πρώτο μου 100 miler Κύριο

“Μη ζητάς τη νίκη, ζήτα μόνο το κουράγιο. Γιατί εάν αντέξεις τιμάς τον εαυτό σου. Πιο σημαντικό, εάν αντέξεις τιμάς όλους εμάς”

Μια επιστολή με την περίφημη αυτή ρήση του μεγάλου τραγικού ποιητή Αισχύλου παραλάμβανε ο αθλητής που κατέφθανε στον σταθμό της Ζαρκαδιάς στο 123o χιλιόμετρο του αγώνα. Έμεναν άλλα 40 περίπου χιλιόμετρα δύσκολου τρεξίματος, αλλά η φωνή από την μακρινή αρχαιότητα, μαζί με την ζεστασιά των ανθρώπων της διοργάνωσης καθώς και των φίλων που βρίσκονταν εκεί και που πάσχιζαν ακατάπαυστα για να μας ανεβάσουν, έκαναν την απόσταση να φαντάζει μικρή για να με σταματήσει.


H προηγούμενη μέρα...

Πέμπτη απόγευμα, λίγες ώρες πριν από την εκκίνηση το πρωί της Παρασκευής, καθόμασταν μέσα σε ένα από τα ξύλινα σπιτάκια του δασικού χωριού, μαζί με τον γιατρό (Δημήτρης Καζούρης), την Δήμητρα και τον Γιάννη τον Γκανασούλη και σκεφτόμασταν αν τελικά θα συνεχίσουν τα έντονα καιρικά φαινόμενα που επικρατούσαν από την Τετάρτη (ομίχλη, βροχή, κρύο) ή τελικά θα φανούμε τυχεροί και τα πράγματα θα φτιάξουν. Τελικά η Ροδόπη αποφάσισε να μας υποδεχτεί με ηλιοφάνεια, αλλά για να μην ξεχνιόμαστε ως προς τον adventure χαρακτήρα της διοργάνωσης, και με πολύ κρύο και χιόνι στα ψηλά (Πυραμίδα, Ζαγκραντένια), το οποίο τελικά στοίχισε σε κάποιους αθλητές και σίγουρα μας ταλαιπώρησε όλους.

Το βράδυ πρίν τον αγώνα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ παρά μόνο για 1-2 ώρες. Χαρακτηριστικό αυτό σε κάθε αγώνα μου. Ευτυχώς τις προηγούμενες νύχτες είχα αναπληρώσει κάποιες ώρες ύπνου, μιας και η πάλη με την νύστα και την ατονία είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που κρίνουν μια προσπάθεια σε αγώνα 100 μιλίων. Για πρώτη φορά επίσης δεν με ακολούθησε η Έφη και η Φανούλα, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων της συζύγου. Τους είχα όμως μαζί μου στο μυαλό μου και την καρδιά μου ως νοητούς συμπαραστάτες, όπως και τα γλυκά τους λόγια όταν έφευγα από την Πάτρα.

Με τον Δημήτρη ήμασταν σε μια τρομερή αντίθεση. Εγώ με σακίδιο εντελώς minimal με μόνο τα άκρως απαραίτητα, ο Δημήτρης με σακίδιο που μπορούσε να τροφοδοτήσει όλους τους αθλητές του ROUT κατά την διάρκεια της διαδρομής! Πολλά λογοπαίγνια και πλάκες έγιναν με το συγκεκριμένο θέμα, αλλά και οι δύο ήμασταν φυσικά αποφασισμένοι να το παλέψουμε όπως είχαμε σχεδιάσει. Η μοίρα βέβαια τελικά μας επιφύλασσε έναν δεύτερο, συγκινητικό και δυναμικό ταυτόχρονα κοινό τερματισμό. Τα τελευταία 7 χιλιόμετρα του χωματόδρομου που οδηγεί στο δασικό χωριό τα έχουμε πλέον διασχίσει μαζί τρείς συνεχόμενες χρονιές και ίσως αυτό να λειτουργεί και ως γούρι τελικά! Σίγουρα πάντως τόσο τον Δημήτρη, αλλά και την “μάνα του λόχου” όπως χαριτολογώντας την αποκαλούσα – την Δήμητρα – τους θεωρώ πλέον μετά από τις μεγάλες αυτές εμπειρίες τριών χρόνων στην Ροδόπη κάτι παραπάνω από φίλους μου, αδέλφια μου με όλη την κυριολεξία και την βαρύτητα της λέξης. Δήμητρα, ιδιαίτερα εσένα θέλω να σε ευχαριστήσω προσωπικά από τα βάθη της καρδιάς μου.

Ξημέρωμα της μεγάλης μάχης…

Σηκωθήκαμε στις 3.00 το πρωί και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την εκκίνηση που ήταν σε δύο ώρες. Για πρώτη φορά πριν από μεγάλο αγώνα δεν ξύπνησα καλά. Είχα πολλές αμφιβολίες, ήμουνα κακοδιάθετος και γενικά δεν είχα το κέφι που έχω άλλες φορές. Δεν χρειάστηκαν παρά δυο γουλιές καφέ, ένα-δύο αστεία και φωτογραφίες με τα παιδιά, αλλά και το άκουσμα από το mp3 μου του τραγουδιού ύμνου που ο Τάκης ο Τσογκαράκης μας θύμισε στο φόρουμ (You will never walk alone) για να έλθω στα ίσα μου! Να’σαι καλά ρε Τάκη. Ξαφνικά ένιωσα χαλύβδινος και κάθε αρνητική σκέψη έφυγε από το μυαλό μου. Φωτογραφίες με τα παιδιά και φύγαμε…

Το ταξίδι ξεκινά…προορισμός ο πρώτος σταθμός στην Πρασινάδα (26ο χιλιόμετρο)

Παρά το κρύο στην γραμμή της εκκίνησης, η επική μουσική του Βαγγέλη του Παπαθανασίου, ο ενθουσιασμός με τα “αδέρφια” που θα μπαίναμε στον αγώνα και η αδρεναλίνη που είχε χτυπήσει κόκκινο με έσπρωξε να φύγω γρήγορα στα πρώτα 7 χιλιόμετρα του χωματόδρομου που οδηγούσε στις πρώτες μονοπατίσιες κατηφοριές στα δάση οξιάς του Λειβαδίτη. Έφτασα εκεί σε 41 λεπτά χωρίς να ανεβάσω τους παλμούς ψηλά, παρέα με άλλους 5-6 συναθλητές, χαιρετώντας τον Λάζαρο και τον Στάμο τον Μπιρσίμ που μας περίμεναν και μας ενθάρρυναν καθώς μπαίναμε στα σκοτεινά και κατηφορικά μονοπάτια του Λειβαδίτη.

Οι έντονες κατηφοριές του Λειβαδίτη, αλλά και κυρίως του Θεολόγου, ήτανε τρομερή δοκιμασία για τα πόδια αν υπολογίσουμε και το ότι είχαμε να κάνουμε ακόμη 145 περίπου χιλιόμετρα. Οι τετρακέφαλοι δοκιμάστηκαν σοβαρά και όσοι το ζόρισαν εκεί, τα χρειάστηκαν αργότερα. Στις κατηφοριές του θεολόγου είχαμε φτιάξει ένα γκρουπάκι με τον Θεμιστοκλή τον Αγγελόπουλο και τον Χρήστο τον Μασούρα και τρέχαμε γρήγορα μεν, αλλά με ελεγχόμενο ρυθμό. Αυτοί οι δύο συναθλητές ήτανε και οι πρώτοι συνοδοιπόροι μου στον αγώνα. Θα έκανα και άλλους φίλους - αδελφούς στην πορεία του αγώνα, όπως και κάθε άλλος συναθλητής…

Λίγο αργότερα, μείναμε οι δυο μας με τον Θεμιστοκλή και συνεχίσαμε στις ποταμιές και τις δασωμένες εκτάσεις μετά τον Θεολόγο και μέχρι την Τάλια. Είχε ήδη χαράξει και το μαγευτικό τοπίο μας έδινε πολύ θετική διάθεση. Στις εκτάσεις αυτές περάσαμε τρία ποτάμια. Τα πρώτα δύο εύκολα, το τρίτο όμως μου επιφύλαξε και το πρώτο μου λάθος. Πατώντας σε μια μεγάλη πέτρα διασχίζοντας το, αυτή γύρισε και έπεσα μέσα με το δεξί μου πόδι. Φυσικά περίμενα ότι θα μου στοιχίσει πολύ αυτό όσο αφορά την δημιουργία φουσκάλας στο πέλμα, αλλά τελικά τα πράγματα αποδείχτηκαν διαφορετικά και δεν είχα τέτοιο πρόβλημα μέχρι τον τερματισμό. Απλά “ξύλιασε” από το κρύο το πόδι μου, πράγμα που σιγά-σιγά έσβησε με το τρέξιμο. Αργότερα άλλωστε είχα και μια πιο “κρύα” πτώση σε ποτάμι όπου βράχηκα μέχρι πάνω στους γοφούς και αναγκάστηκα να αλλάξω το κολλάν και το εσώρουχο μιας και θα πάγωνα τελείως αν τα άφηνα. Με επηρέασε βέβαια αυτό αργότερα εντερικά (να’σαι καλά Δήμητρα με τα Imodium), αλλά όλα είναι μέσα στο παιχνίδι.

Στην μεγάλη κατηφοριά της Αγίας Βαρβάρας έφυγα λίγο πιο μπροστά από τον Θεμιστοκλή και συνέχισα μόνος πλέον για τον πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού στο χωριό της Πρασινάδας. Λίγο πριν μπω στο λιβάδι πριν την ποταμιά του Μύλου χάθηκα για λίγο βλακωδώς, αν και υπήρχαν εμφανή σημάδια. Στα 200 μέτρα όμως το ψυλλιάστηκα και γύρισα πίσω, κατεβαίνοντας γρήγορα για την ποταμιά του Μύλου όπου στο πέρασμα από το ποτάμι (αρκετά ζόρικο) μας προϋπαντούσαν ο Λάζαρος και ο Στάμος. Εδώ να κάνω μια παρένθεση, επειδή έχουμε παρεξηγήσει κάποια πράγματα. Το να χαθεί κάποιος αθλητής σε έναν αγώνα 100 μιλίων και μάλιστα με τις συνθήκες που επικράτησαν στον συγκεκριμένο αγώνα δεν σημαίνει αυτομάτως ότι ευθύνεται η σηματοδότηση. Οι ακραίες συνθήκες και η διάρκεια της προσπάθειας δημιουργούν υπογλυκαιμίες, υποθερμίες, βαριά ατονία και νύστα που σημαίνει έλλειψη προσοχής, ακόμη και παραισθήσεις. Εύκολα χάνεται ένα σήμα, ή ο προσανατολισμός. Απλά μπορεί να συμβεί και μην πυροβολούμε κάθε φορά τους διοργανωτές για ανεπαρκή σηματοδότηση. Από την άλλη πλευρά, το θέαμα ολόκληρων εκτάσεων γαζωμένων με ταμπελάκια με μεγέθη μέχρι και σημάτων τροχαίας, μου προκαλεί αλγεινή εντύπωση όταν το συναντάω. Λίγα σήματα, έξυπνα και σωστά τοποθετημένα την κάνουνε μια χαρά την δουλειά και σεβόμαστε και το περιβάλλον που μας φιλοξενεί. Κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω.

Αφού ανέβηκα την ποταμιά στον Μύλο, βγήκα σε έναν χορταριασμένο μονοπατόδρομο που τρεχότανε εύκολα, εκτός από ένα σημείο με βαθιά λάσπη που βούλιαζε, και οδηγούσε στο χωριό. Με έπιασε εκεί ο Θεμιστοκλής και αφού ξεπεράσαμε και το τελευταίο “εμπόδιο” παρέα (μια αγελάδα που μας έφραζε τον δρόμο και μας κοίταζε με απορία…) μπήκαμε στον σταθμό ανεφοδιασμού της Πρασινάδας σε 3.45 (26ο χιλιόμετρο).

Στην Πρασινάδα άλλαξα ρούχα μιας και η μέρα είχε ζεστάνει (βέβαια θα επακολουθούσε χιονιάς μετά από κάποιες ώρες αλλά ήμουνα προετοιμασμένος και γι’αυτό έχοντας ρούχα στο πρώτο drop-bag στο Κρούσοβο στο 69 χιλιόμετρο), έφαγα καλά, ήπια και μια τζούρα καφεδάκι που μου ετοίμασαν τα παιδιά την ώρα που άλλαζα (αθεράπευτος καφεινομανής….), αντάλλαξα μια-δυο κουβέντες με τον Λάζαρο που ήταν πανταχού παρών και έφυγα.

Από Πρασινάδα για Ζαρκαδιά, όπου και ο δεύτερος σταθμός υποστήριξης (41ο χιλιόμετρο)

Είχα μείνει και πάλι μόνος μου στην πορεία για την Σίλλη, ένα χωριουδάκι στην μέση του πουθενά, αλλά δεν με χάλαγε καθόλου. Ανέβασα ρυθμό μιας και καθυστέρησα σημαντικά στον πρώτο σταθμό για να αλλάξω, και σύντομα έπιασα 2-3 προπορευόμενους συναθλητές. Ο ήλιος ζεστός, και εμείς περνάγαμε μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια που δοκίμαζαν έντονα τα πόδια και ήθελαν προσοχή, ενώ κούραζαν σημαντικά. Πιάσαμε τα λιβάδια πριν την Σίλλη, ανταλλάξαμε φιλοφρονήσεις με τον γνωστό φύλακα σκύλο που μας υποδέχεται κάθε φορά στην είσοδο του χωριού κατεβήκαμε στο σημείο ελέγχου και χωρίς στάση (παρά το ωραίο τρεχούμενο νερό που έχει η βρύση του χωριού) μπήκαμε στο καλντερίμι με επόμενο στόχο την Ζαρκαδιά. Κακοτράχαλη η ανηφοριά, οδηγούσε όμως στα λιβάδια πρίν την Οξιά που τρέχονται με καλό ρυθμό. Χαρακτηριστικό του τοπίου οι πολλές αγελάδες που χρειαζόταν μερικές φορές σλάλομ για να τις περάσεις. Υπήρχαν ορισμένα σημεία που επειδή δεν τα έβλεπε ποτέ ο ήλιος λόγω βλάστησης, και αφού έβρεχε για μέρες πριν τον αγώνα, είχαν πολύ λάσπη και τα πόδια έμπαιναν βαθιά μέσα σε αυτή. Κάπου εκεί έπιασα τον Θανάση τον Μπαμπάτσο, ο οποίος θα αποτελούσε και μια μοναδική παρέα για πολλά χιλιόμετρα μέχρι το Κρούσοβο. Συνεχίσαμε την ελαφριά ανηφοριά μέχρι τον αυχένα της Οξιάς και μετά γρήγορη κατάβαση για 4-5 χιλιόμετρα μέχρι να βγούμε στην άσφαλτο πριν τον σταθμό της Ζαρκαδιάς.

Τα περάσματα από τον Λειβαδίτη, τον Θεολόγο, την Αγία Βαρβάρα και την Οξιά έγιναν γρήγορα μιας και ήταν έντονα κατηφορικά για πολλά χιλιόμετρα, αλλά με έβαζαν και σε σκέψεις μιας και θα τα συναντούσα στα τελευταία χιλιόμετρα της επιστροφής, μετά από την εξάντληση μιας νύχτας στο χιονιά, το κρύο και την αϋπνία. Η εμπειρία όμως που έχω αποκτήσει από τέτοιους αγώνες προστάζει να απομονώνεις την διαδρομή μέχρι τον επόμενο μικρό στόχο (σταθμό ή σημείο) και να σκέφτεσαι σαν να είναι εκεί ο τερματισμός. Όλα τα άλλα απλά δεν χωρούν ως σκέψη στο μυαλό και πρέπει να φεύγουν. Αν στο 41ο χιλιόμετρο αρχίσεις να σκέφτεσαι τι θα κάνεις στο 140, είσαι απλά χαμένος.

Φτάσαμε λοιπόν στην Ζαρκαδιά σε 6.13, όπου μας περίμεναν τα ζεστά χειροκροτήματα των εθελοντών αλλά και των φίλων που ήταν εκεί. Ζεστές αγκαλιές και λόγια από την Δήμητρα και τον Τάσο τον Καμαριωτίδη, καλό φαγητό, ανασύνταξη δυνάμεων και ξεκινήσαμε με τον Θανάση για το ανηφορικό μονοπάτι προς το Φαρασινό.

Από Ζαρκαδιά μέχρι το σταθμό υποστήριξης στο Κρούσοβο (69ο χιλιόμετρο)

Ξανά μπροστά μας ο Λάζαρος με τον Στάμο με λόγια εμψύχωσης και την κάμερα να τραβάει (τι έχουμε να δούμε και φέτος από τον ανεπανάληπτο Μπιρσίμ!) και οι πρώτες σκέψεις για το επόμενο δύσκολο σημείο της διαδρομής. Την παρατεταμένη ανηφοριά για το Καικούλι. Φτάνουμε εκεί, προχωράμε σταθερά και την βγάζουμε χωρίς προβλήματα. Μπαίνουμε στην έντονη λασπώδη κατηφοριά που οδηγεί στο Φαρασινό, την περνάμε και συνεχίζουμε έχοντας όμως αρχίσει να νιώθουμε την πρώτη κούραση στον μονοπατόδρομο που οδηγεί στο Κρούσοβο. Κρατάμε πάντως σταθερό και καλό ρυθμό μιας και έχουμε τρέξιμο σε ευθεία με μαλακό χώμα και γρασίδι. Αυτό που τώρα με προβληματίζει (σε αγώνα τέτοιου μεγέθους οι συνθήκες και οι καταστάσεις αλλάζουν ραγδαία και αυτά που σε προβλημάτιζαν πριν 50 χιλιόμετρα μπορεί να μην είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα συναντήσει ο αθλητής αργότερα) είναι ότι η ποταμιά που σαν φίδι ξετυλίγεται δίπλα μας φέρνει έντονο κρύο και ακόμη δεν έχουμε φτάσει στα ψηλότερα σημεία της διαδρομής. Η θερμοκρασία είναι πλέον αρνητική και οι πρώτες νιφάδες χιονιού κάνουν την εμφάνιση τους. Είναι προφανές ότι παρότι πάμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε το σορτσάκι που φοράω έπρεπε σύντομα να αλλάξει με ένα ζεστό κολάν αλλιώς η υποθερμία θα μου χτυπούσε σύντομα την πόρτα. “Μη ζητάς τη νίκη, ζήτα μόνο το κουράγιο. Γιατί εάν αντέξεις τιμάς τον εαυτό σου. Πιο σημαντικό, εάν αντέξεις τιμάς όλους εμάς”

Ευτυχώς φτάσαμε σε 12.35 στον σταθμό στο Κρούσοβο, όπου έριχνε αραιές νιφάδες χιονιού, το ποτάμι έφερνε φοβερό κρύο (-2 μου είπαν ότι είχε εκείνη την ώρα) και γενικά παρότι έκανα όσο πιο γρήγορα μπορούσα είχα παγώσει έντονα. Πήρα το drop-bag, έβγαλα τα ρούχα μου, και τα παπούτσια που θα άλλαζα και ετοιμάστηκα να βάλω κρέμα footcream στα πόδια και βαζελίνη ψηλά. Δυστυχώς όμως από το πολύ κρύο είχαν παγώσει τα σωληνάρια και δεν μπορούσα να βγάλω την κρέμα. Ευτυχώς οι διασώστες–εθελοντές οι οποίοι έκαναν καταπληκτική δουλειά (παρένθεση εδώ…δεν έχω ξαναδεί σε αγώνα τέτοια προσήλωση ανθρώπων στο να βοηθήσουν τον αθλητή. Σε κανένα αγώνα! Σε άλλαζαν, σε έντυναν, σε τάιζαν και έκαναν τα πάντα για να σε διευκολύνουν. Ένα μεγάλο ευχαριστώ από βάθους καρδιάς για αυτούς τους ανθρώπους. Με συγκίνησαν ιδιαίτερα και τους ευγνωμονώ) πήραν τα σωληνάρια και τα ζέσταναν στην φωτιά, οπότε κατάφερα να πασαλειφτώ. Άλλαξα ρούχα τρέμοντας και πήγα να φάω ένα κομμάτι παστίτσιο και μερικά σουτζουκάκι που μου είχαν σερβίρει. Άλλο πρόβλημα εδώ, μιας και δεν μπορούσα να καρφώσω με το πηρούνι αφού τα χέρια μου έτρεμαν σε απίστευτο βαθμό. Πήγα δίπλα στην φωτιά και τελικά τα κατάφερα να φάω και να πάρω θερμίδες που ήταν τόσο απαραίτητες. Το σχέδιο μου αρχικά ήταν να τρώω και ενδιάμεσα των αραιών σταθμών, τουλάχιστον 300 θερμίδες την ώρα, αλλά τελικά αποδείχτηκε ουτοπικό αφού αν εξαιρέσεις τα πρώτα δεκάδες χιλιόμετρα μετά δεν κατέβαινε τίποτα κάτω. Τσάμπα κουβάλαγα μπάρες και τζελάκια. Οπότε άλλαξα στρατηγική και έτρωγα μεγάλες ποσότητες στους σταθμούς, γκάζωνα μετά στην διαδρομή για τον επόμενο σταθμό όπου σιγά-σιγά φυσικά έπεφτα μέχρι να ξαναφάω και τα τονωθώ. Όπου βέβαια μπορούσα έτρωγα και κατιτίς ενδιάμεσα. Λειτούργησε λοιπόν το κόλπο αυτό και θα το εφαρμόσω και τις επόμενες φορές σε 100 miler με αραιούς σταθμούς. Ο οργανισμός δεν ακολουθεί πάντα τις επιθυμίες και τους σχεδιασμούς μας. Ο Θανάσης δεν είχε drop-bug στο Κρούσοβο οπότε τελείωσε νωρίτερα από εμένα και αφού χαιρετηθήκαμε έφυγε. Θα τον συναντούσα και πάλι αργότερα.

Από το Κρούσοβο στο σταθμό υποστήριξης στο Αλήκιοι (103ο χιλιόμετρο)

Ξεκίνησα λοιπόν μέσα σε επευφημίες από τα παιδιά της διοργάνωσης για το πιο απομονωμένο, ψηλό και μακρύ (34 χιλιόμετρα μέχρι τον επόμενο σταθμό) κομμάτι του αγώνα. Με 1.290 μέτρα υψομετρική αποτελεί από μόνο του έναν ξεχωριστό αγώνα βουνού χωρίς ενδιάμεση τροφοδοσία. Μπήκα λοιπόν στο καταπληκτικό δάσος της Ζαγκραντένιας, κατεβαίνοντας μια ποταμιά που για να την περάσω έπρεπε να διασχίσω μια γέφυρα με τέσσερεις κορμούς. Θυμήθηκα ότι ο Λάζαρος στην τεχνική ενημέρωση μας είχε προτείνει να πάμε και να βρούμε άλλο σημείο δεξιά όπου θα περνάγαμε το ποτάμι πάνω από πέτρες μιας και οι κορμοί γλίστραγαν πολύ. Το σκέφτηκα, αλλά λόγω κυρίως του ότι κρύωνα πολύ αποφάσισα να το ρισκάρω. Ισορροπώντας πάνω στους γλιστερούς κορμούς και με την βοήθεια της στήριξης από τα μπατόν κατάφερα σιγά-σιγά να περάσω απέναντι και να αρχίσω να ανηφορίζω το φιδωτό μονοπάτι. Είχα ώρα ακόμη πριν νυχτώσει αλλά σκέφτηκα ότι επειδή έριχνε αραιό χιόνι και το κρύο ήταν ανυπόφορο θα σταμάταγα και θα έβαζα πάνω από το εσωτερικό ισοθερμικό και την εξωτερική μακρυμάνικη μπλούζα που φόραγα και το αντιανεμικό-αδιαβροχό μου. Επίσης φόρεσα ένα buff στο κεφάλι και άλλο ένα το πέρασα στο λαιμό και το σήκωσα ως την μύτη για να προφυλάξω τα χείλια από το κρύο. Παρόλα αυτά, τώρα που γράφω, τα χείλια μου είναι σκασμένα από το πάγωμα. Αφού τα έκανα αυτά ξεκίνησα με γρήγορο ρυθμό για να καλύψω όσο έδαφος μπορώ μέχρι να νυχτώσει οριστικά. Που να ήξερα τι θα με περίμενε αργότερα και θα με καθυστερούσε για περίπου 20 λεπτά με μισή ώρα…

Η ομορφιά του καταπληκτικού μονοπατιού μέσα στο πυκνό δάσος πεύκου, ελάτου και σημύδας σε αφήνει άφωνο. Ήμουνα μόνος, έτρεχα μέσα στην καταπληκτική ησυχία του δάσους με ανεβασμένο ηθικό, φτάνοντας στο σημείο ελέγχου της Ζαγκραντένιας στο χιλιόμετρο 70. Τα παιδιά που ήταν εκεί με κέρασαν λίγο ισοτονικό και αφού χαιρετηθήκαμε μπήκα στον ανηφορικό χωματόδρομο του Φρακτού που οδηγεί μετά από μερικά χιλιόμετρα σε έντονα ανηφορικό αυλάκι για να προσεγγίσει ο αθλητής τα λιβάδια που βρίσκεται η πυραμίδα 148 στα Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα. Φυσικά, ούτε σκέψη ακόμη για τερματισμό. Είπαμε, κομμάτι-κομμάτι και με σεβασμό στην δυσκολία του εγχειρήματος. Το μόνο που μου χάλαγε λίγο την ψυχολογία μου ήτανε ότι τελικά μάλλον θα διέσχιζα την νύχτα μόνος μου. Τι να κάνουμε όμως; Όλα στο πρόγραμμα είναι, απλά πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να τα αντιμετωπίσεις.

Συνέχισα να τρεχο-περπατάω τον δασικό αυτό δρόμο ενώ άρχισε πλέον να χιονίζει κανονικά. Άλλο ένα πρόβλημα στο κεφάλι μου λοιπόν μιας και το έστρωνε αμέσως αφού η παγωνιά ήταν μεγάλη. Το μόνο που ήθελα ήτανε να χωθώ γρήγορα σε δασωμένο κομμάτι ώστε να μην είμαι εκτεθειμένος στο χιονιά. Ξάφνου, λίγο πριν φτάσω στο τέλος του χωματόδρομου επιβεβαιώθηκε ο χαρακτήρας περιπέτειας του αγώνα. Βγαίνοντας από μια ξαφνική στροφή παρατήρησα στα 100 μέτρα μακριά έναν μαλλιαρό τεράστιο όγκο να τρίβεται πάνω σε ένα μεγάλο δέντρο στην άκρη του δρόμου. Κόλλησα. Μια αρκούδα μάλλον οριοθετούσε περιοχή αφήνοντας την μυρωδιά της στο δέντρο (όπως έμαθα μετά τον αγώνα αλλά και με συζήτηση στην πυραμίδα 148 με τους ανθρώπους που ήταν εκεί και την είχαν εντοπίσει τις προηγούμενες μέρες – και άλλοι συναθλητές είδαν αρκούδα και μάλιστα σε δυο-τρία διαφορετικά σημεία της διαδρομής). Όχι ρε γαμώτο σκέφτηκα…και τώρα τι κάνουμε; Να περάσω μόνος μου από δίπλα της ούτε κουβέντα. Να περιμένω να φύγει δύσκολο μιας και πάγωνα. Αποφάσισα σιγά-σιγά να γυρίσω πίσω μέχρι να συναντήσω κάποιον συναθλητή ώστε και να περάσουμε το σημείο παρέα αλλά και την νύχτα μιας και λόγω του συναπαντήματος δεν ήθελα να περάσω μόνος την νύχτα (πλέον). Σε κανένα δεκάλεπτο στάθηκα τυχερός αφού συνάντησα στον Δημήτρη τον Ανδριτσόπουλο και τον Ηλία τον Παπαβασιλείου…με τα κουδούνια τους. Συνεχίσαμε παρέα και μετά από δέκα λεπτά περάσαμε το σημείο διστακτικά αλλά χωρίς να την δούμε να είναι εκεί, αφού η αρκούδα μόλις ακούσει κουδούνια από μακριά φεύγει διότι φοβάται ότι είναι κυνηγόσκυλα μαζί με ανθρώπους. Η καθυστέρηση αυτή έπαιξε τελικά τον ρόλο της στην συνέχεια, αφού αργότερα ο Δημήτρης ο Καζούρης είδε ότι πλέον προηγούμασταν μόνο 18 λεπτά στην πυραμίδα και παίρνοντας θάρρος μας κυνήγησε έντονα ώστε να μας φτάσει. Αν ρώταγε και του έλεγαν ότι ήμουνα μια ώρα μπροστά ίσως και να μην το γκάζωνε. Παιχνίδια της μοίρας….

Μαζί με τα παιδιά ανεβήκαμε την δύσκολη ανηφοριά (αυλάκι) μέσα στις λάσπες και τα νερά και συνεχίζοντας ανηφορικά μετά σε λιβάδι με νιφάδες χιονιού να πέφτουν και να παγώνουν αμέσως φτάσαμε τελικά στην πυραμίδα (χιλιόμετρο 82) όπου υπήρχε φωτιά και μας πρόσφεραν τσάι και δυο ζεστά λόγια οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί. Πραγματικά δεν φτάνουν τα λόγια για να ευχαριστήσεις τέτοιους ανθρώπους. Απλά υποκλίνομαι με σεβασμό. Η φωτιά ήταν μια πρόσκαιρη ανακούφιση μιας και το κρύο ξύριζε κυριολεκτικά. Στο σημείο αυτό υπάρχει πολύ καλό σήμα κινητού οπότε βρήκα ευκαιρία και κοίταξα τα πολλά μηνύματα συμπαράστασης από φίλους και συγγενείς, και πραγματικά πήρα δυνάμεις και συγκινήθηκα πραγματικά. Ιδιαίτερα ένα μήνυμα από την κόρη μου, σε πολύ προχωρημένη ώρα, με έκανε να κλάψω. Σας ευχαριστώ από καρδιάς όλους. Τηλεφώνησα στην γυναίκα μου να δώσω σημεία ζωής και ξεκινήσαμε την κάθοδο στο φαγωμένο από τις βροχές μονοπάτι προς την Γιουμουρλού. Πολύ δύσβατο μονοπάτι που σταδιακά γίνεται κακής βατότητας χωματόδρομος γεμάτος νεροφαγώματα και λάσπες, ώσπου τελικά λίγο πριν την Γιουμουρλού και ενώ ο χωματόδρομος επιτέλους γίνεται ομαλός και μπορούσα να τρέξω ακούω μια γνώριμη φωνή πίσω μου…Μητσάρα Έφτασα!!! Γυρίζω και βλέπω τον Γιατρό (ή μάλλον τον φακό του) να έρχεται κατά πάνω μας. Χάρηκα πολύ μιας και φαινόταν να επαναλαμβάνεται το περσινό σκηνικό αλλά και επειδή ο Δημήτρης πήγαινε πολύ καλύτερα από αυτά που είχε υπολογίσει πριν τον αγώνα. Ξεκινάμε και οι τέσσερεις την πορεία προς Αλήκιοι, αλλά στον δρόμο τα παιδιά πάνε λίγο πιο γρήγορα και έτσι μένουμε οι δυο μας να συνεχίζουμε. Ανεβάζουμε όμως και εμείς σταδιακά τον ρυθμό αφού προσφέρεται στο συγκεκριμένο τμήμα της διαδρομής, και ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι βρισκόμαστε να διασχίζουμε ένα τούνελ από μεγάλα φωτεινά μάτια που λαμπυρίζουν από τα φώτα των φακών αριστερά και δεξιά του δρόμου…είναι εκατοντάδες αγελάδες που κάθονται μας παρατηρούν καθώς περνάμε γρήγορα ανάμεσα τους. Έχει σταματήσει και το χιονάκι και έχει ξαστερώσει οπότε το όλο σκηνικό είναι μαγευτικό…και παγωμένο συνάμα.

Μέσα στο φώς των αστεριών λοιπόν, που εντείνεται από το σκοτάδι των απομονωμένων και σκοτεινών περιοχών που διασχίζουμε, φτάνουμε τελικά στον σταθμό στο Αλήκιοι αφού περάσουμε και ένα κακοτράχαλο κατηφορικό μονοπάτι στις τελευταίες εκατοντάδες μέτρα πριν τον σταθμό. Διαπιστώνω ότι στις έντονες κατηφοριές αρχίζουν να με πονάνε οι τετρακέφαλοι, αλλά σκέφτομαι (αν είναι δυνατόν) ότι ευτυχώς στα τελευταία χιλιόμετρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολύ μεγάλες ανηφόρες, στις οποίες δεν έχω πρόβλημα. Μέχρι εκεί είχαμε κάνει χρόνο 20.36 και είχαμε τρέξει 102 χιλιόμετρα, οπότε με βάση το πλάνο μου είχα άλλες 15-16 ώρες τρέξιμο μπροστά…piece of cake!

Παρά το γεγονός του ότι είχαμε κατέβει υψομετρικά το κρύο είναι έντονο, αλλά φυσικά είμαστε και υποθερμικοί αφού δεν καλύπτουμε ούτε το 1/5 των θερμίδων που καταναλώνουμε. Ο Γιάννης ο Μαυρουδής και τα παιδιά που επανδρώνουν τον σταθμό μας βοηθούν να γεμίσουμε τους ασκούς με νερό, και μας βάζουν φαγητό. Καθόμαστε γύρω στο βαρέλι με την φωτιά και ξαφνικά βλέπω ότι ψήνουν … λουκάνικα. Μου προσφέρουν ένα και το τρώω με βουλιμία. Η πρωτεΐνη απαραίτητη από εδώ και πέρα για την ανασύσταση των μυϊκών ινών που έχουν πάθει μικρές ρίξεις και η γεύση του λουκάνικου απείρως καλύτερη από τις 2-3 αμπούλες αμινοξέων που κουβαλάω μαζί μου, αν και φυσικά τις κατανάλωσα και αυτές μέχρι το τέλος. Thanks παιδιά!

Από το Αλήκιοι, μέσα στο Μέγα Ρέμα, με στόχο τον σταθμό υποστήριξης της Ζαρκαδιάς (123ο χιλιόμετρο)

Φεύγουμε γρήγορα για το μεγάλο ξενύχτι στο Μέγα Ρέμα. Μας περιμένουν 20 χιλιόμετρα σχεδόν επίπεδα, καλυμμένα πλήρως από δάσος και δίπλα σε ποτάμι. Περνάμε 2-3 καταπληκτικά τοξωτά γεφύρια, ενθύμια άλλων εποχών όπως και οι λιθιές στις άκρες κάποιων σημείων του μονοπατιού. Το έδαφος μαλακό για πολλά χιλιόμετρα, σχεδόν επίπεδη η διαδρομή (μόνο 600 μέτρα θετικής υψομετρικής μέχρι την Ζαρκαδιά) οπότε ακολουθούμε με τον γιατρό το Αμερικανικό ultra μοντέλο που λέει: run till its too hard and walk till its too easy. Tα παιχνίδια των φακών με τις σκιές των δέντρων δημιουργούν ατελείωτες εναλλαγές εικόνων, οι ήχοι των ποταμιών που συμβάλουν (Τσερνάκι – Μέγα Ρέμα) είναι επιβλητικοί και σε κάνουν να ξεχάσεις τους πόνους και την ψυχολογική φθορά της αέναης κίνησης, οπότε το ηθικό είναι αναλλοίωτο και ο στόχος που είναι η Ζαρκαδιά φαντάζει κοντά. Καβατζάραμε αρκετά πλέον τα 100 χιλιόμετρα που είναι ένα ψυχολογικό όριο και αυτό δίνει φτερά (σαν το red bull…). Περνώντας το χιλιόμετρο 115 ξαφνικά επικρατεί ησυχία. Αντί για ποτάμι, δίπλα μας έχουμε για περίπου 4 χιλιόμετρα την λίμνη της Πλατανόβρυσης η οποία δημιουργεί ένα άλλο πλέον σκηνικό. Συνεχίζουμε μέχρι να φτάσουμε στο Διαβολόρεμα οπότε επανέρχεται ο ήχος του νερού και μαζί και μια σκληρή ανάβαση σε πετρώδες έδαφος. Εδώ παραμονεύει όμως μια έκπληξη. Ο φακός του γιατρού μας αποχαιρετά…σφάλμα επιλογής μπαταριών όπως συζητήσαμε τις επόμενες μέρες μετά τον αγώνα (αν και εγώ πιστεύω ότι έφταιξε το…Διαβολόρεμα…άκου όνομα, είναι να μην τα παίξεις και εσύ και οι φακοί...), οπότε μέχρι την Ζαρκαδιά κινούμαστε ως συμπαγής ομάδα με ένα φώς, του δικού μου φακού. Ευτυχώς έχει αρχίσει να “σπάει” η νύχτα και να χαράζει. Ο Δημήτρης αγωνιά γιατι έχουμε πάει γρήγορα και φοβάται μήπως δεν έχει φτάσει ακόμη η Δήμητρα στην Ζαρκαδιά. Εγώ νιώθω για πρώτη φορά ατονία. Όχι νύστα, ατονία. Δεν με τρομάζει αυτό γιατί ξέρω ότι ξημερώνοντας μια λαμπερή μέρα, αφού είχε ξαστερι,ά θα φύγουν όλα. Ο γιατρός επιταχύνει για τον σταθμό ενώ εγώ τον ακολουθώ στα 100 μέτρα.

Φτάνω εκεί και ξαφνικά βλέπω την Δήμητρα να με αγκαλιάζει. Κόσμο να χειροκροτεί. Το πρόσωπο του Ηλία του Σπυριδόπουλου να λάμπει. Χαιρετιόμαστε με τον Δημήτρη τον Ανδριτσόπουλο που σταμάτησε εκεί λόγω προβλήματος στο γόνατο του. Μπορώ να μην πάρω τα πάνω μου; Τρώω σούπα και ένα σάντουιτς, το οποίο όμως δύσκολα πάει κάτω. Το προσπαθώ όμως. Αλλάζω κολλάν, κάλτσες και παπούτσια. Μου γεμίζουν τον ασκό με υγρά. Ταυτόχρονα τσεκάρω τα πέλματα που έχουν αρχίσει να καίνε και αποφασίζω να βάλω προληπτικά compeed στο αριστερό πόδι ώστε να μην βγάλω φουσκάλα. Τα δύο compeed στο δεξί πόδι είναι μια χαρά. Δεν θα έλεγα το ίδιο για ένα από τα μικρά δάκτυλα του δεξιού ποδιού που είναι τούμπανο από τα χτυπήματα σε πέτρες. Πταίσματα…

Από την Ζαρκαδιά στον τελευταίο σταθμό ανεφοδιασμού της Πρασινάδας (138ο χιλιόμετρο)

All systems check OK, φιλιά, χαιρετούρες και φύγαμε για την πρώτη μεγάλη δοκιμασία των τελευταίων 40 χιλιομέτρων. Έχουμε διανύσει 122 χιλιόμετρα σε 26.35 ώρες και μπροστά μας στέκεται επιβλητική η μεγάλη ανηφόρα της Οξιάς. Μπαίνουμε στο μονοπάτι και πρίν αρχίσουν οι μεγάλες ανηφοριές προσπερνάμε τον Θανάση τον Μπαμπάτσο, με τον οποίο είχαμε κάνει πολλά χιλιόμετρα μαζί μέχρι το Κρούσοβο. Χαιρετιόμαστε και συνεχίζουμε μπαίνοντας στις γερές, κόντρα ανηφόρες της Οξιάς. Μετά από περίπου 7 χιλιόμετρα είμαστε στον αυχένα της Οξιάς, έχοντας “φάει” μια από τις τέσσερεις ανηφοριές-φόβητρο του τελευταίου κομματιού του αγώνα. Ο ήλιος λάμπει και μας ζεσταίνει, το ηθικό άψογο. Κατηφορίζουμε τα μονοπάτια και σύντομα περνάμε τα λιβάδια της Σίλλης. Το θέαμα των λευκών, παγωμένων χόρτων από την χτεσινή βραδιά του παγετού φοβερό. Το γνωστό τοπίο με τις αγελάδες και μερικά σκυλιά που μάλλον παίζουν μαζί μας παρά συνιστούν απειλή. Χαριτολογώ λέγοντας ότι φαντάσου πώς είναι οι φάτσες μας και το παρουσιαστικό μας μετά την ταλαιπωρία τόσων χιλιομέτρων τρεξίματος. Ούτε για τα σκυλιά που λένε!

Με αυτά και με τα άλλα, ξαφνικά, λίγο πριν φτάσουμε στην Σίλλη βλέπουμε να έρχεται ο πρώτος αθλητής του Rodopi Trail των 80 χιλιομέτρων. Στέκεται και μας χαιρετά, κάνουμε και εμείς το ίδιο. Λίγο μετά ο δεύτερος. Όλοι όσους συναντάμε καθώς τρέχουμε μας δίνουν κουράγιο, χαρά και μας εντυπωσιάζουν με τα ζεστά λόγια τους. Μας λένε ότι μας βλέπουν πολύ ακμαίους, σαν να μην είχαμε τρέξει και αυτό μας ενθουσιάζει. Το ίδιο μας είπαν όλοι και στον τερματισμό, γεγονός που με χαροποίησε ιδιαίτερα και δείχνει ότι έπιασε τόπο η στρατηγική μου αλλά και οι ατελείωτες ώρες προπόνησης πριν τον αγώνα.

Περνάμε το σημείο ελέγχου της Σίλλης στο 134 χιλιόμετρο και ανεβαίνουμε το μονοπάτι για να φτάσουμε στην Πρασινάδα. Και πάλι κακοτραχαλιές, που δοκιμάζουν τα πόδια. Η ζέστη ανεβαίνει, οι ανάγκες για υγρά μεγαλύτερες από τις προηγούμενες ώρες. Μπαίνουμε σε έναν κατηφορικό χωματόδρομο που οδηγεί στις παρυφές του χωριού της Πρασινάδας. Μυστήριος που είναι ο οργανισμός του ανθρώπου…ξαφνικά παίρνουμε φωτιά και τρέχουμε σαν τρελοί! Που βρέθηκαν αυτές οι δυνάμεις; Νάσου ξαφνικά μπροστά μας η Δήμητρα που προσπαθεί να τρέξει μαζί μας, αλλά δεν μας φτάνει! Μπαίνουμε σαν σίφουνες στην Πρασινάδα και φτάνουμε στον σταθμό υποστήριξης σε 30.07 έχοντας κάνει 138 χιλιόμετρα. Μένουν “μόνο” 26 χιλιόμετρα με 1.600 μέτρα θετική υψομετρική. Λόγω του κρύου και του πεσίματος στο ποτάμι πριν πολλές ώρες έχω κάποια προβλήματα στο έντερο και πάω τουαλέτα για να τελειώνω με αυτά. Γυρίζω στον σταθμό και τρώω πολλά αλμυρά. Γεμίζω τον ασκό με νερό, και φεύγουμε γρήγορα όπως ήρθαμε για το επόμενο κομμάτι. Ξέρω πλέον ότι μόνο μια μεγάλη ατυχία θα μου διακόψει το ταξίδι προς την Ιθάκη μου. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρουμε. Στον σταθμό ξαναδιάβασα κάποια μηνύματα στο κινητό μου και δεν με παίρνει να απογοητεύσω αυτούς που ξενύχτησαν μαζί μου και με σκέφτονταν. Νιώθω την θετική τους ενέργεια μέσα μου. Μου δίνει ώθηση. Ο γιατρός το ίδιο.

Το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού…προς το Δασικό χωριό του Ερύμανθου (164ο χιλιόμετρο)

Τρέχουμε πλέον πολύ γρήγορα για 3-4 χιλιόμετρα και συναντάμε και πάλι τον Χρήστο τον Μασούρα που έχει σοβαρά προβλήματα με τα πόδια του. Πάμε για λίγο μαζί, αλλά μετά το πέρασμα του ποταμιού στον Μύλο απομακρυνόμαστε. Λίγο μετά και πρίν την Αγία Βαρβάρα, πιάνουμε και τον Ηλία τον Παπαβασιλείου και πάμε για λίγο μαζί. Ο Ηλίας λίγο μετά ξεμακραίνει στην ανηφόρα της Αγίας Βαρβάρας.

Στην κορυφή της ανηφόρας και αφού βγήκαμε σε χωματόδρομο, η ζέστη πλέον είναι αρκετή. Έφυγα από την Ζαρκαδια με μακρύ κολλάν και το σηκώνω στα γόνατα γιατί ζεσταίνομαι πολύ. Σύντομα φτάνουμε το ποτάμι στο οποίο είχα βουτήξει τα πόδια μου το πρωί. Ο γιατρός επιμένει από τις πέτρες, ενώ εγώ βλέπω τον Ηλία απέναντι που το πέρασε βγάζοντας παπούτσια και κάνω το ίδιο. Περνάω (ξυλιάζοντας τα πόδια μου) και πάω να τα σκουπίσω με ένα πετσετάκι που είχα. Με ταλαιπωρεί η άμμος που έχει κολλήσει από κάτω αλλά τελικά την αφαιρώ και φεύγουμε με τον Δημήτρη.

Φτάνουμε στον σταθμό ελέγχου της Τάλιας σε 32.21 και μας λένε ότι είμαστε στις θέσεις 14 και 15. Όμορφα. Περνάμε άλλο ένα ποτάμι ισορροπώντας στις πέτρες και αρχίζουμε να βαδίζουμε προς το μεγάλο φόβητρο που λέγεται ανηφόρα του Θεολόγου. Καταπληκτική φύση γύρω μας, πανύψηλα δέντρα, ιδιαίτεροι πέτρινοι σχηματισμοί ξεκλέβουν την ματιά μας αφού πλέον το μονοπάτι είναι τέτοιο που δεν τρέχεται αλλά απαιτεί δυναμικό βάδισμα. Με τον Δημήτρη κάνουμε τις πρώτες προβλέψεις για τον χρόνο τερματισμού και επιμένω ότι οι 36-37 ώρες είναι άνετα εντός στόχου. Αρκεί να βγει ο Θεολόγος όπως πρέπει. Μπαίνω μπροστά στις πρώτες κάθετες ανηφοριές και δίνω ρυθμό ώστε να το βγάλουμε όλο με την μια. Είμαι ανηφορίστας, τι να κάνουμε; Ξέρουμε από πέρσι ότι τα πρώτα χιλιόμετρα του Θεολόγου είναι και τα πιο ανηφορικά και ότι μετά έχει μεν ανάβαση συνεχόμενη και ατελείωτη, αλλά πιο στρωτή. Συνεχίζουμε με σταθερό ρυθμό, ξεκλέβοντας και μερικές ματιές στο απίστευτο, μεγαλειώδες δάσος που μας περιβάλλει. Η κούραση σε συνδυασμό με την αϋπνία δημιουργούν πλέον μικρές φευγαλέες ψευδαισθήσεις. Σε ένα πέρασμα πάνω από ένα πεσμένο δέντρο χτυπάω δυνατά το αριστερό μου γόνατο και αρχίζει να πονάει. Με ταλαιπωρεί και τώρα που γράφω, χωρίς να είναι κάτι σοβαρό. Σε 1.49 από τον σταθμό ελέγχου στην Τάλια είμαστε στην κορυφή! Πάει και αυτό. Μένουν μόνο τα ανηφορικά καγκέλια του Λειβαδίτη, αλλά δεν συγκρίνονται με τον Θεολόγο.

Πριν όμως πιάσουμε τις ανηφοριές του Λειβαδίτη, με ταλαιπώρησαν κάποιες μικρές αλλά έντονης κλίσης κατηφόρες που υπήρχαν σε λιβάδια. Οι τετρακέφαλοι μου πονάνε αφάνταστα σε κάθε κατηφορικό βήμα και εύχομαι να ξαναβγώ σε ανηφόρα!!! Περνάμε κάποια απίστευτα σημεία μέσα σε δάση οξιάς και με καταρράκτες αριστερά μας. Σύντομα αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τον Λειβαδίτη. Φτάνουμε στο παρκινγκ που υπάρχει εκεί και μας περιμένει το τελευταίο σημείο ελέγχου πριν τον τερματισμό. Χαρά ατελείωτη. Μας χειροκροτεί ο κόσμος που είναι εκεί και ξεκινάμε τα ελάχιστα ανηφορικά αλλά και μονότονα τελευταία 7 χιλιόμετρα χωματόδρομου που είχαμε κάνει αντίστροφα το πρωί στην εκκίνηση.

 

ROUT 2010 100 miler με την ματιά του  ... Στάμου Μπιρσίμ!

 

Ο τερματισμός…

Αποφασίζουμε να πιάσουμε έναν σταθερό ρυθμό δυναμικού βαδίσματος μέχρι το τέρμα. Στα τρία χιλιόμετρα πριν το δασικό χωριό πάμε να πιούμε νερό στις βρύσες που υπάρχουν εκεί αλλά δυστυχώς δεν τρέχει καθόλου. Δεν πειράζει, άλλωστε τρία χιλιόμετρα μείνανε. Έτσι όπως πάμε έχουμε τις 36.30 ώρες. Ξαφνικά έρχεται ένας εθελοντής με ποδήλατο για να μας συνοδέψει. Λίγο αργότερα ένας ακόμη με τα πόδια. Πολύ καλή κίνηση της διοργάνωσης αφού σπάει την μονοτονία και δημιουργεί ενθουσιασμό. Μένει περίπου ένα χιλιόμετρο και βλέπουμε να έρχεται ο Λάζαρος δίπλα μας. Τρελή χαρά, και αρχίζουμε να τρέχουμε μαζί με τον Λάζαρο, σε πολύ έντονο ρυθμό για τον τερματισμό. Εδώ θα ήθελα να πω ότι η κίνηση του αυτή με συγκίνησε ιδιαίτερα, με τίμησε πολύ και τον ευχαριστώ πάρα πολύ γι’αυτό. Μπαίνουμε στα τελευταία 400 μέτρα όπου πλέον διακρίνουμε την Δήμητρα να μας χαιρετά, και ακούμε ήδη τους ήχους από τις δεκάδες κουδούνες που είχε κρεμάσει ο Ηλίας ο Σπυριδόπουλος ώστε να ηχούν όταν πλησιάζει αθλητής που τερματίζει. Πολύ όμορφη πατέντα, δίνει ιδιαίτερο τόνο στους τερματισμούς. Ταυτόχρονα, παίζει και η αξεπέραστη μουσική του Βαγγέλη του Παπαθανασίου.

Μπαίνουμε μέσα στο δασικό χωριό και τρέχουμε μαζί και οι τρείς προς το τέρμα. Χειροκροτήματα παντού και ιαχές…πιανόμαστε χέρι-χέρι με τον Δημήτρη και περνάμε την γραμμή του τερματισμού. Το τι έγινε μετά δεν περιγράφεται όσο και να ήθελα. Πνιγόμαστε στις αγκαλιές, ενώ ο Δημήτρης ο Ζιαμπάρας (να είσαι καλά ρε φίλε – υποκλίνομαι πραγματικά) χτυπάει συνεχώς τα κουδούνια, για αρκετή ώρα μετά τον τερματισμό. Η Δήμητρα μου δίνει την γυναίκα μου στο τηλέφωνο και είναι η πρώτη φορά που σπάω και κλαίω από συγκίνηση. Ο Λάζαρος μου περνάει το μετάλλιο, ενώ αγκαλιαζόμαστε με τον σύντροφο-αδερφό-συνοδοιπόρο Δημήτρη Καζούρη. Μεγάλες στιγμές, που θα μείνουν για πάντα στην καρδιά μου. Τελικός χρόνος 36.30.07 και 15η θέση της γενικής κατάταξης με 14ο τον γιατρό. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μεγάλης δύναμης που είχαμε στα τελευταία χιλιόμετρα είναι η επίδοση από την Ζαρκαδιά έως τον τερματισμό που είναι 9.55. Επιταχυνόμενη προώθηση ήταν η στρατηγική, όπως την ονόμασε ο γιατρός, και απέδωσε τα μέγιστα.

Λάζαρε, Ηλία, Χρήστο σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου γιατί με βοηθήσατε να εκπληρώσω ένα πολύ μεγάλο όνειρο. Παρακολουθώντας για χρόνια την Αμερικάνικη σκηνή mountain running, ήθελα κάποτε να ζήσω την απόλυτη πρόκληση ενός 100 miler. Το ROUT 100 miler μου έδωσε αυτήν την ευκαιρία την οποία άδραξα και έφτασα στην Ιθάκη μου. Και μάλιστα στο Εθνικό Πάρκο της Ροδόπης, του οποίου η αξεπέραστη φυσική ομορφιά έκανε τις μνήμες να αποτυπωθούν πλέον βαθιά μέσα στο μυαλό μου, τόσο ώστε να ανυπομονώ για την επόμενη διοργάνωση.

Νιώθω απέραντο σεβασμό για τα 50 παλικάρια – άντρες και γυναίκες – που τόλμησαν να γράψουν ιστορία στο πρώτο 100 miler της χώρας μας. Τους νιώθω βαθιά συνδεδεμένους με εμένα, μιας και σφυρηλατηθήκαμε μέσα από μια πολύ δύσκολη πρόκληση, και τα καταφέραμε μαζί. Τερματίσαντες και μη, μιας και το να σταθείς στην γραμμή της εκκίνησης σε ένα τέτοιας δυσκολίας 100 miler θέλει από μόνο του κότσια. Ακόμη περισσότερο για τις δύο κυρίες της διοργάνωσης. Την Ναταλία την Παπουνίδου και την Lora την Repchenko για τις οποίες τρέφω απεριόριστη εκτίμηση.

Ήμασταν εκεί – πρωτοπόροι – και τα καταφέραμε!

Tερμάτισαν 34 αθλητές από τους 50 που ξεκίνησαν. Kάθε τερματισμός ήταν ευκαιρία για γιορτή, ένα ξέσπασμα χαράς και μεγάλης συγκίνησης για τον φίλο ή την φίλη που τα κατάφερε. Ποσοστό 68%, το οποίο επιβεβαίωσε τα λόγια του Λάζαρου που το περίμενε πρίν τον αγώνα και δείχνουν ότι στον αγώνα μπήκαν πολύ έμπειροι αθλητές οι οποίοι ήξεραν να το χειριστούν. Πολύ μεγάλη επιτυχία για τέτοιας δυσκολίας αγώνα.

Μια καινούργια λοιπόν σελίδα άνοιξε διάπλατα για το ορεινό τρέξιμο στην Ελλάδα και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο. Η πρωτοποριακή σκέψη των διοργανωτών, η τόλμη τους, ο μόχθος τους αλλά και το σήκωμα του γαντιού από 50 αθλητές που δεν άφησαν την πρόκληση αναπάντητη οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα που γεμίζει ελπίδα την κοινότητα μας.

Θα κλείσω τις σκέψεις μου απευθυνόμενος σε αυτούς που δεν το τόλμησαν φέτος, και σε αυτούς που το σκέφτονται για την επόμενη διοργάνωση. Ακολουθείστε τα λόγια του ποιητή και ζήστε την πρόκληση. Αδράξτε την ευκαιρία. Θα σας οδηγεί σαν φάρος σε όλη σας την ζωή…

Όταν δεν εκρεμάστηκες
όξω σε αγριαχλαδιά
καρπό της να δαγκώσεις
τη δίψα σου να κόψεις
Όταν δεν έπεσες ποτέ
στην αγριάδα του ταρού*
της θάλασσας του κεραυνού
Όταν δεν μπήκες μοναχός
μες στην καρδιά του ρουμανιού
νύχτα χωρίς φεγγάρι

Κι απάνω απ’ όλα

Όταν που σε φωνάξανε στη φλογισμένη ρεματιά τους είπες «κάνει ζέστη» Όταν δε θέλησες να δεις ποτέ σου τι θα πει
σπίτι δεν έχουνε ψωμί
Όταν δε σούρθε να ζυγίσεις τη γροθιά ας πούμε σε μαχαίρι
για κάποιο δίκιο ή κάποιο φως
Δεν έδεσες
κι είσ’ άγουρος
κι είσαι μισός


*ταρός: ταραχτική βροχή

Ποίημα από την συλλογή Κορακοφωλιά του Ξυλοκαστρινού ποιητή Τάκη Μιχόπουλου (δασκαλός μου στα μαθητικά μου χρόνια)

 

Δημήτρης Τρουπής

Δημήτρης Τρουπής

Κατάγεται από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας και ζει μόνιμα στην Πάτρα. Συμμετείχε στην συντακτική ομάδα του Adventure Zone από το 2009, ενώ μαζί με τον Τάκη Τσογκαράκη ίδρυσαν και "τρέχουν" το Advendure.  Το τρέξιμο στα μονοπάτια των βουνών και η μεταφορά εικόνων και συναισθημάτων μέσα από τα άρθρα του αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Παθιάζεται με τους αγώνες ορεινού τρεξίματος, υπεραντοχής και  περιπέτειας. Έχει πολλές συμμετοχές και διακρίσεις σε αγώνες ορεινού τρεξίματος όλων των αποστάσεων, με έμφαση στους αγώνες ultra trail.  Θεωρεί ότι το τρέξιμο και η πεζοπορία στη φύση είναι μια εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου, μας φέρνει πιο κοντά σε αυτήν και μας κάνει να αγαπήσουμε περισσότερο το περιβάλλον.

Συνέντευξη στην ET1:

https://www.youtube.com/watch?v=3iyn3QmFlyE

Podcast "Γιατί Τρέχουμε" - s2 #09"

https://www.youtube.com/watch?v=2LTrKZ8PyWc

https://open.spotify.com/episode/3fh6hrfPU1lV8rMeJFwu4K?fbclid=IwY2xjawIIXc1leHRuA2FlbQIxMAABHcgV9oGV5267G_FMpYrdiTQvYeD-CHcKdwl87X6PcJAHPVJ1MMD7jsi0zA_aem_BamBteVv_iyujN0SoxVdyg

www.advendure.com