Ο Δημήτρης Ελευθερίου δοκίμασε και γράφει για τους πάτους Trail+ της Sidas!

Είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω τους πάτους Trail+ της Sidas με την προτροπή της 4S Distribution που τους εισάγει στην Ελλάδα. Οι συγκεκριμένοι πάτοι δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με τους αθλητές της Salomon ώστε να πετύχουν ένα πάτο ανθεκτικό, άνετο, αντιολισθητικό αλλά και ελαφρύ. Από την πρώτη στιγμή που τους πιάνει κάποιος στο χέρι του καταλαβαίνει ότι είναι πολύ διαφορετικοί από τους πάτους που έχουμε συνηθίσει. Στα θετικά τους στοιχεία είναι ότι σε όλο το μήκος τους έχουν ίδιο πάχος, στα 5,4 χιλιοστά, που σημαίνει ότι δεν αλλάζει τόσο ο χώρος μέσα στο παπούτσι σε σχέση με τους πάτους που έχουν οι περισσότερες εταιρίες. Το βάρος τους κυμαίνεται στα 80 γραμμάρια ανά ζευγάρι, που τους κάνει να θεωρούνται ελαφριοί, όταν μιλάμε για after market πάτο.

 

 

 

Τους πήρα στα χέρια μου αρχές Ιουνίου και τους δοκίμασα στο “all terrain” παπούτσι της Dynafit, το Trail M, στο έδαφος του Υμηττού που έχει τις κλίσεις και το απαιτητικό έδαφος ώστε να αποκτήσω μια γενική εικόνα.

Το πρώτο που κατάλαβα καθώς έβαζα το παπούτσι ήταν ότι ο πάτος “φρέναρε” το πόδι με την κάλτσα στο να μπει. Περίεργη αίσθηση που δεν την είχα ξανανιώσει.

Στο τρέξιμο, αν και το trail M κρατάει σταθερά το πόδι, με τον πάτο trail+ ήταν σαν να “κολλάει” η κάλτσα και το παραμικρό γλίστρημα που μπορεί να υπήρχε όταν το παπούτσι δεχόταν πλάγιες δυνάμεις και πιέσεις, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί!

 

 

Έτσι, μετά από αυτή την πρώτη επιτυχημένη “γνωριμία” με τον πάτο της Sidas, η επόμενη δοκιμή θα ήταν πιο απαιτητική και θα γινόταν σε ένα δύσκολο παπούτσι - επίσης της Dynafit - το οποίο ενώ έχει φοβερά χαρακτηριστικά, έχει επίσης και μια ιδιαιτερότητα που όσο και να μου άρεσε, δεν μπορούσα να το φορέσω. Αυτό ήταν το Alpine DNA 2 το οποίο έχει γκέτα και όχι μαλακό υλικό στο σημείο γύρω από τον αστράγαλο με αποτέλεσμα όταν δέχεται πλευρικές δυνάμεις να γλιστράει και να σου δίνει την αίσθηση ότι η φτέρνα “πάει να βγει” από το παπούτσι.

 

Στα μέσα Ιουνίου έγινε η δοκιμή με τον πάτο Trail+ και τα Alpine DNA 2, στα “ποδηλατικά” του Υμηττού όπου οι κλίσεις είναι τέτοιες που κανένα παπούτσι δεν τα βγάζει εύκολα πέρα.

Για να κατέβεις, πρέπει πρώτα να ανέβεις, οπότε επέλεξα το μονοπάτι με την πιο απότομη κλίση και είδα ότι το πέλμα “κολλάει” στον πάτο και το πάτημα είναι σταθερό, χωρίς να νιώθεις ότι μεταφέρεται η πίεση στο πίσω μέρος του παπουτσιού. Όταν έφτασε η ώρα της κατηφόρας μπήκα στο μονοπάτι με την πιο απαιτητική κατηφόρα και ταυτόχρονα γρήγορη και η αλήθεια ήταν ότι δεν περίμενα να αλλάξει κάτι τραγικά, οπότε ήμουν πολύ επιφυλακτικός.

Δεν πέρασαν λίγα μέτρα όμως και αμέσως κατάλαβα ότι γίνονται και “θαύματα”! Η έκπληξη μου ήταν απερίγραπτη για το πόσο άλλαξε ένα παπούτσι που μέχρι πρότινος το είχα απορρίψει! Είχε εξαφανιστεί η αίσθηση που είχα να γλιστράει το πόδι μέσα στο παπούτσι και να είναι το κάθε βήμα αβέβαιο. Τώρα είχε μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, κάτι πολύ καλό. Η αλλαγή ήταν τόσο ολοκληρωτική που εκεί που έλεγα αυτό το παπούτσι δεν φοριέται, έμπαιναν σκέψεις να το φορέσω στον Olympus Ultra που θα γινόταν λίγες μέρες μετά.

 

 

Έτσι και έγινε! Ενώ η λογική λέει ότι δεν “πρέπει” να τρέξεις με ένα παπούτσι που έχεις φορέσει μόλις 2-3 φορές σε μικρές προπονήσεις σε έναν αγώνα 10 ωρών και πάνω, πήρα την απόφαση να εμπιστευτώ την αίσθηση που μου έδινε στο πόδι μου το παπούτσι, σε συνδυασμό με τον πάτο, και να ξεκινήσω με αυτό αλλά για παν ενδεχόμενο, έβαλα από ένα ζευγάρι στα 2 drop bag που μπορούσα να έχω τα πράγματα μου μην τυχόν και έχω κάποιο πρόβλημα.

Ήξερα ότι ο Όλυμπος θα ήταν το καλύτερο τεστ για τους πάτους.

Πριν την εκκίνηση, περίπου στις 12 το βράδυ, είχε βρέξει με αποτέλεσμα στα τμήματα της διαδρομής που δεν ήταν τόσο πολυσύχναστα τα βρεγμένα χόρτα στο στενό μονοπάτι να κάνουν τα πόδια να είναι και αυτά βρεγμένα για μεγάλη απόσταση που σχεδόν άγγιζε τα 25 χιλιόμετρα. Ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες όμως που τα παπούτσια ήταν μούσκεμα, οι πάτοι δεν έχαναν τις ιδιότητες τους και το πόδι κολλούσε σε κάθε βήμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιήσω τα παπούτσια που είχα αφήσει στα drop bag και να κάνω όλο τον αγώνα με το Alpine DNA 2 σε συνδυασμό με τον πάτο της Sidas trail+ και τα πόδια να βγουν αλώβητα σε κάθε πρόκληση που είχε η απαιτητική διαδρομή του Olympus Ultra.

 

 

Το τελικό μου συμπέρασμα είναι ότι ο πάτος Trail+ της Sidas σε συνεργασία με την Salomon είναι ένας πάτος που αναβαθμίζει το παπούτσι στο οποίο θα χρησιμοποιηθεί κάνοντας το πιο σταθερό, πιο απολαυστικό και άνετο. Με την αντιολισθητική επιφάνεια του θα έλεγα ελαχιστοποιεί στο μέγιστο την πιθανότητα δημιουργίας φουσκάλας αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις θα προστατέψει και το μαύρισμα των νυχιών επειδή το πόδι μένει στην θέση του και δεν θα γλιστρήσει εύκολα μπροστά.

 

Δημήτρης Ελευθερίου

Αποκλειστικός αντιπρόσωπος της Sidas στην Ελλάδα είναι η 4S Distribution.