
ADVENDURE is the leading web portal in Greece about Mountain Running, Adventure, Endurance and other Mountain Sports
Μιας και στη συνέχεια θα προσπαθήσω να μοιραστώ με τους αναγνώστες του κειμένου τους στοχασμούς που αποκόμισα από την συμμετοχή μου στον Αυθεντικό Φειδιππίδειο Δρόμο, θα ήταν αστοχία να μην ξεκινήσω το κείμενο μου αναφερόμενος όχι στον πολύ γνωστό αγγελιαφόρο Φειδιππίδη και τον άθλο του που λίγο – πολύ είναι γνωστός στους περισσότερους δρομείς, αλλά σε έναν άλλον δυστυχώς πολύ λιγότερο γνωστό Σπαρτιάτη πολεμιστή των Θερμοπυλών, που στα μάτια μου αποτελεί όχι μόνο έναν από τους γενναιότερους Σπαρτιάτες αλλά και τον πρώτο ίσως στην αρχαία Ελληνική ιστορία που είχε καταλάβει την σύνδεση μυαλού και φόβου. Σε όλη του την ζωή ερευνούσε το αντίθετο του φόβου, καθώς αυτός (ο φόβος) επηρεάζει πάντα τις πράξεις των ανθρώπων. Υπήρξε ο πρώτος που περιέγραψε ότι το μυαλό μοιάζει σαν σπίτι με πάρα πολλά δωμάτια, αναφερόμενος στην πολυπλοκότητα του μυαλού και όπως έλεγε στους νέους και άπειρους στην τέχνη του πολέμου Σπαρτιάτες: «Διώξε τον φόβο από την σάρκα (καθώς πίστευε ότι εκεί γεννιέται) και το μυαλό απλά θα ακολουθήσει». Μάλιστα είχε και ασκήσεις κατά του φόβου γύρω από ορισμένα σημεία του σώματος, τους λεγόμενους «Φοβοσυνακτήρες».
Ο λόγος περί του αδίκως άσημου Σπαρτιάτη Διηνέκη, ο οποίος ήταν το πρότυπο Σπαρτιάτη όπως όλοι τους φανταζόμαστε, πειθαρχημένος, γενναίος και λακωνικός. Στην μάχη των Θερμοπυλών κατά την ιστορία ήταν περίπου σαράντα ετών και υπηρετούσε με το βαθμό/αξίωμα του ενωμοτάρχη (δηλαδή διοικούσε 36 άντρες). Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, του είχε γίνει πρόταση να προαχθεί σε έναν από τους τριακόσιους βασιλικούς ιππείς μεταξύ άλλων προτάσεων ώστε να διοικεί περισσότερους άντρες. Εκείνος όμως τις απέρριπτε όλες λέγοντας: «Εγώ μέχρι το τριάντα έξι ξέρω να μετράω. Από εκεί και πέρα, ζαλίζομαι!».
Κατά την διάρκεια της παραμονής των 300 στο στενό των Θερμοπυλών, ένας Τραχίνιος ενώ μιλούσε για τον φοβερό στρατό των Περσών και ικανοποιημένος από τον εντυπωσιασμό και τον τρόμο που διακρινόταν στα πρόσωπα των Ελλήνων, μόλις είδε να πλησιάζει ένας Σπαρτιάτης αξιωματικός (ο Διηνέκης) τόνισε πως τα βέλη των Περσών ήταν τόσα πολλά που θα έκρυβαν τον ήλιο, και στράφηκε προς τον Διηνέκη για να δει πὠς θα αντιδράσει περιμένοντας μια αντίδραση φόβου. Όμως ο Διηνέκης ατάραχος και χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρό φόβο προς τον σίγουρο θάνατο απάντησε με το γνωστό: «εί αποκρυπτόντων των Μήδων τον ήλιον υπό σκιή έσοιτο προς αυτούς ή μάχη και ουκ εν ηλίω» σε ελεύθερη μετάφραση: αφού οι Μήδοι θα κρύψουν τον ήλιο θα δοθεί η μάχη εναντίον τους στη σκιά και όχι κάτω από τον ήλιο ή όπως έγινε γνωστό αργότερα: καλύτερα, θα πολεμήσουμε στην σκιά. Η απάντηση αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως απόδειξη της ανδρείας των Σπαρτιατών αλλά δυστυχώς δεν γίνεται πάντα αναφορά στον Σπαρτιάτη που την ξεστόμισε - έναν από τους πιο άξιους ενάρετους προγόνους μας που είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει το όνομα του: Διηνέκης – Αιώνιος και που είναι ο πρώτος άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε ως ᾽Αριστος᾽ από τον ιστορικό Ηρώδοτο (μέχρι τότε το «ἀριστο» δεν είχε μορφή, ήταν το απρόσιτο για τα ανθρώπινα δεδομένα - το ιδεατό).
Επέλεξα να ξεκινήσω με την αναφορά στον Διηνέκη και την αφοσίωση του στην έρευνα σχετικά με την σύνδεση μυαλού και φόβου επειδή σήμερα έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι μέσω της θεμελιώδους δομής του εγκεφάλου μας, οι άνθρωποι είμαστε προγραμματισμένοι να αναζητούμε το «άγνωστο» υποβάλλοντας τους εαυτούς μας σε συνθήκες μέγιστης αβεβαιότητας που θα μας επιτρέψουν να μάθουμε τα περισσότερα που μπορούμε για τον εαυτό μας. Δεν έχουμε γεννηθεί γνωρίζοντας τις πραγματικές δυνατότητες μας. Ο μόνος τρόπος που μπορούμε να φτάσουμε πιο κοντά στην γνώση των πραγματικών δυνατοτήτων μας είναι μέσω της προσπάθειας. Όμως, στη προσπάθεια αυτή της ανακάλυψης των πραγματικών δυνατοτήτων μας, πολλές φορές βρίσκουμε αντίπαλο μας τον φόβο. Ο Διηνέκης φαίνεται ότι μες από την έρευνα του σχετικά με τον φόβο είχε καταλάβει ότι υποβάλλοντας το σώμα σε συνθήκες αβεβαιότητας – θα εξηγήσω παρακάτω ποιες συνθήκες προκαλούν αυτή την αβεβαιότητα, το μυαλό αναζητώντας το γνώριμο και μη βρίσκοντας το αρχίζει αργά αλλά σταθερά και επίμονα να επηρεάζει τις σκέψεις μας που με την σειρά τους επιδρούν στα όσα αισθανόμαστε με απώτερο σκοπό να μας εμποδίσουν να υλοποιήσουμε τα όποια σχέδια μας.
Σε προηγούμενο άρθρο μου στο Advendure, έχω αναφερθεί στον «κεντρικό κυβερνήτη», τον εγκέφαλο μας, που φαίνεται ότι θέλει να ελέγχει τα πάντα, προσπαθώντας να θέσει όρια τις περισσότερες φορές στις δυνατότητες μας. Μέχρι τώρα πίστευα ότι αυτό γινόταν μέσω της μικρής φωνής που ο καθένας από εμάς ακούει, ιδιαίτερα σε στιγμές στρες και δοκιμασιών. Μετά την συμμετοχή μου στον Φειδιππίδιο όμως αναθεώρησα την άποψη μου. Δεν εννοώ ότι δεν πιστεύω πλέον τη θεωρία του κεντρικού κυβερνήτη, ίσα-ίσα τώρα πιστεύω σε αυτή την θεωρία ακόμη πιο πολύ. Όμως, είμαι πεισμένος ότι αυτός ο κεντρικός κυβερνήτης δεν είναι το μυαλό μας. Είναι το μυαλό του μυαλού μας!
Είναι ο εγκέφαλος και το μυαλό το ίδιο; Ο Αριστοτέλης ήταν ίσως ο πρώτος που ξεκίνησε την προσπάθεια κατανόησης των φαινομένων του μυαλού – του νου, όπως ο ίδιος το αποκαλεί. Στο έργο του Περί ψυχής, 350 π.Χ., έγραψε μια αξιοσημείωτη πραγματεία που, αν και αντιμετώπιζε την ψυχή ως κεντρικό θέμα, περιέγραφε επίσης τη βάση της ίδιας της βιοψυχολογίας. Ο νους, είπε, είναι ό,τι είναι νοητό. Τώρα, αυτό που είναι προφανές είναι ότι το μυαλό απαιτεί τον εγκέφαλο να υπάρχει. Θα πρέπει να βλέπουμε τον εγκέφαλο ως το «hardwear” - τη δομή, τα συστατικά (υλικό) και το μυαλό ως το “software” – το λογισμικό του συστήματος. Για αυτό το λόγο είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αν και είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, ο εγκέφαλος και το μυαλό έχουν διαφορές στις λειτουργίες τους. Ενώ ο εγκέφαλος είναι υπεύθυνος για την μνήμη, την γλώσσα, την αναπνοή, την προσωπικότητα, τον καρδιακό ρυθμό, κλπ., το μυαλό είναι υπεύθυνο για να ρυθμίζει τα συναισθήματα μας, να δίνει νόημα σε αυτό που βλέπουμε και σε αυτό που συμβαίνει σε εμάς. Να εκτελεί όλες τις γνωστικές διαδικασίες (σκέψεις). Ο νους μας λειτουργεί σε τρία επίπεδα: Συνειδητό, υποσυνείδητο και ασυνείδητο. Το μυαλό ελέγχει τι σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε. Ο εγκέφαλος και ο μυαλό είναι δύο υπέροχα αλληλένδετες διαστάσεις. Ο πρώτος λειτουργεί σαν κτίριο, ενώ ο νους είναι η οντότητα που του δίνει ζωή, το διακοσμεί και το κατοικεί. Έτσι, ενώ ο εγκέφαλος δομεί κάθε φυσιολογική διαδικασία μας, το μυαλό είναι η άυλη έκφραση κάθε σκέψης μας, κάθε συναισθήματος μας, κάθε (επεξεργασμένης) εμπειρίας που βιώνουμε, κάθε «ιστορίας» που εξελίσσεται σε πεποίθηση μας κάθε φόβου για πόνο και ταλαιπωρία. Αλλά, ο πόνος δεν είναι το ίδιο «πράγμα» με την ταλαιπωρία. Ο πόνος είναι κάτι φυσικό, είναι μια ανθρώπινη αντίδραση σε μια δυσάρεστη ή τραυματική κατάσταση. Η ταλαιπωρία είναι μια κατάσταση που «δημιουργούμε» αντιστεκόμενοι στον πόνο.
Τί είναι αυτό που μας βοηθά να συνεχίσουμε την όποια προσπάθεια μας ενώ οι συνθήκες είναι δύσκολες; Όταν μουσκεύουμε από την ξαφνική μπόρα, όταν κρυώνουμε, όταν πεινάμε, όταν νυστάζουμε και έχουμε παραισθήσεις από την έλλειψη ύπνου, όταν τα πόδια πονάνε από το συνεχόμενο χτύπημα (pounding) στην άσφαλτο, όταν επέρχεται η σύγχυση; Όταν οι αρχικοί στόχοι αναθεωρούνται τη στιγμή που γεννιούνται αμφιβολίες για τις δυνάμεις και την αντοχή μας; Τί συμβαίνει στο μυαλό μας άραγε όταν όλα αυτά που αισθανόμαστε ή που νομίζουμε ότι αισθανόμαστε κατά την διάρκεια όπως ανέφερα παραπάνω, συνθηκών αβεβαιότητας, γυρνούν εναντίον μας; Είναι τότε που αρχίζει η πάλη με την φωνή του μυαλού που προσπαθεί να μας κάνει να επιβραδύνουμε, να κάνουμε ένα διάλειμμα ή ακόμη και να σταματήσουμε - να εγκαταλείψουμε. Είναι τότε που η φωνή αυτή αποκτά μεγαλύτερη ένταση και αρχίζει να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο και κάθε τι που σκεφτόμαστε αρχίζει και μεγεθύνεται ενώ προσπαθούμε να ξεφύγουμε πιστεύοντας ότι μπορούμε να κάνουμε μια απόλυτα λογική συνομιλία με το μυαλό μας…ενώ αυτό συνεχίζει να μας σαμποτάρει, εκπέμποντας ακόμη περισσότερες αρνητικές σκέψεις που γίνονται αφήγηση και αμβλύνει ακόμη περισσότερο το αίσθημα της κούρασης, του πόνου, της νύστας, της ταλαιπωρίας και αρχίζει να μας «ρουφάει» ακόμη περισσότερο σε μια αρνητική σπείρα (negative spiral) που συνήθως και πριν το καταλάβουμε λειτουργεί ολοένα και περισσότερο εναντίον μας. Και εσύ, μόνος, νυσταγμένος, κουρασμένος, στερημένος, αρχίζεις να εφαρμόζεις όλα τα «κόλπα» που ξέρεις για να νικήσεις τις σκέψεις που γιγαντώνονται και σε καταπίνουν.
Και μέσα σε αυτούς τους λογισμούς των ατελείωτων ωρών του αγώνα, σκεφτόμουν ότι ο εγκέφαλος μας τελικά πρέπει να έχει δικό του μυαλό που το τροφοδοτεί με σκέψεις και πληροφορίες – αυτό που αργότερα αναπολώντας τα όσα βίωσα στη διάρκεια των 490 χιλιομέτρων, ονόμασα «το μυαλό του μυαλού μου»! Όταν νόμιζα ότι ο εγκέφαλος μου ήταν αυτός που μου ψιθύριζε να καθίσω για μερικά λεπτά παραπάνω στους σταθμούς, να κλείσω τα μάτια μου για λίγα λεπτά ακόμη, να αλλάξω τους αρχικούς μου στόχους μειώνοντας τον ρυθμό μου, στην πραγματικότητα ήταν κάποιος άλλος που το επηρέαζε και το καθοδηγούσε. Ήταν το μυαλό του εγκέφαλου μου που υπαγόρευε τις σκέψεις σε αυτόν για να με πείσει να κάνω κάτι που δεν ήθελα, δίνοντας του έτοιμο το σενάριο.
Το μυαλό του μυαλού μας (να αναφέρω εδώ για τους αναγνώστες ότι στο υπόλοιπο κείμενο όταν αναφέρομαι στο μυαλό του μυαλού μας, εννοώ το μυαλό του εγκεφάλου μας) είναι προγραμματισμένο για τρία πράγματα: επιβίωση, ασφάλεια και άνεση. Κάθε τι που μας βγάζει από την άνεση, την βολή, την ασφάλεια που έχουμε συνηθίσει, προκαλεί την αντίδραση μας σε μορφή άμυνας και αντίστασης. Για αυτό άλλωστε και κάθε αλλαγή που διανύουμε στη προσωπική μας ή στην επαγγελματική μας ζωή, είναι δύσκολη και την αντιμετωπίζουμε αρχικά πάντα με αντίσταση. Όμως παράλληλα, οι άνθρωποι είμαστε φιλόδοξοι ερευνητές και εξερευνητές, που ψάχνουμε απαντήσεις σε υπαρξιακά και μη ερωτήματα. Διαφορετικά το μόνο που θα κάναμε θα ήταν να δουλεύουμε, να τρώμε και να κοιμόμαστε. Όμως πολλοί από εμάς μέσα σε έναν κόσμο ανέσεων που γίνονται ολοένα και περισσότερες και μας προσφέρουν βολή και άνεση και δημιουργούν ένα περιβάλλον αισθητηριακών στερήσεων, ψάχνουμε συνεχώς για καταστάσεις που θα μας επιτρέψουν να ξαναγυρίσουμε στο αρχέγονο ανθρώπινο ένστικτο της εξερεύνησης των δυνατοτήτων μας, στην επέκταση των ορίων, στις συνθήκες που θα μας επιτρέψουν να μάθουμε πολύ περισσότερα για το ποιοι πραγματικά είμαστε και τι μπορούμε να καταφέρουμε αν πιέσουμε παραπάνω τους εαυτούς μας, ώστε να μας ξυπνήσουν τις αισθήσεις και να μας φέρουν πιο κοντά σε όποιο βαθύτερο νόημα ή σκοπό αναζητάμε.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να αναπτυχθεί η απαραίτητη αίσθηση και η επίγνωση ώστε να αναγνωρίζω ποιο μυαλό μου μιλάει και να ξεχωρίζω αν η φωνή που ακούω προέρχεται από το μυαλό μου ή αν είναι η αφήγηση των σκέψεων που επιβάλει το μυαλό του μυαλού μου. Όσο πιο ικανός γίνομαι να διαχωρίζω την πηγή των σκέψεων μου, να διαχωρίζω ποια φωνή είναι αυτή που ακούω, τόσο καλύτερα μπορώ να διαχειριστώ την κατάσταση αγνοώντας τη δυσφορία και τους περισπασμούς ώστε να μπορώ να συνθέτω πληροφορίες που να με βοηθούν να καταλάβω αν οι περιορισμοί είναι αληθινοί ή αν το μυαλό του μυαλού μου προσπαθεί να μου επιβάλει την άνεση, ασφάλεια και επιβίωση που έχει ανάγκη να νιώσει, με τον ευκολότερο τρόπο που είναι να με πείσει να σταματήσω αυτό που κάνω και να γυρίσω πίσω στην γνώριμη κατάσταση την οποία αποζητά κάθε φορά που το απομακρύνω από αυτή. Ειδικά η στέρηση ύπνου που επέρχεται κατά την διάρκεια ενός τέτοιου αγώνα υπεραπόστασης είναι ίσως ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες ενεργοποίησης των «υπεύθυνων ασφαλείας» του μυαλού του μυαλού μας. Κάνει το μυαλό να καταρρέει και το θέτει σε μια κατάσταση συναγερμού που βλέπει κίνδυνο παντού. Και εγώ βρήκα πολλές φορές τον εαυτό μου στη διάρκεια του Φειδιππίδειου να έρχεται αντιμέτωπος με αυτή τη φωνή, ιδιαίτερα μετά την δεύτερη νύχτα. Βρέθηκα να πολεμώ με μια δυνατή αλλά γλυκιά και ξεμυαλίστρα φωνή που μου θύμισε την Οδύσσεια και την αναφορά στις μυθικές Σειρήνες που γοήτευαν και μάγευαν τους περαστικούς ναυτικούς να ξεχάσουν τους προορισμούς τους. Ήταν άραγε ο τρόπος του Όμηρου να περιγράψει την λειτουργία του μυαλού του μυαλού μας που σαν τις Σειρήνες προσπαθεί να μας ξελογιάσει και να μας αποτραβήξει από τον όποιο προορισμό μας; Πόσο ψυχικό σθένος χρειάζεται αλήθεια για να αντισταθείς όταν γνωρίζεις ότι ακόμη και να βουλώσεις με κερί τα αυτιά σου, η φωνή αυτή θα ακούγεται, δυνατή και έντονη.
“Τα πλοία δεν βυθίζονται εξαιτίας του νερού που τα περιβάλλουν. Βυθίζονται εξαιτίας του νερού που εισέρχεται σε αυτά”: Joel Osteen
Στην πραγματικότητα, δεν ακούς ποτέ το μυαλό του μυαλού σου να μιλά. Ακούς μόνο τις ερμηνείες που δίνει το μυαλό σου σε όσα του υποβάλει το μυαλό του. Τα οποία μεταμορφώνονται σε ταλαιπωρία, δυσφορία, αμφιβολία, περιορισμό, πίεση, επιρροή. Σκοπός του μυαλού του μυαλού μας είναι να μας ξεγελάσει ώστε να πέσουμε θύματα στη σιωπηλή επιρροή που έχει πάνω στο μυαλό μας και στη λήψη των αποφάσεων μας. Συνειδητοποίησα μέσα από όλες αυτές τις ώρες που πάλευα με τη φωνή του μυαλού μου ότι δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο να υποκύψω στις όποιες εσωτερικές φωνές άκουγα. Από την στιγμή που θα άφηνα τις πρώτες «σταγόνες» αμφιβολίας να εισχωρήσουν, θα ήταν καθαρά θέμα χρόνου πλέον να «βουλιάξει» το πλοίο – εγώ δηλαδή, και να μην φτάσω ποτέ στον προορισμό μου. Εκείνες τις στιγμές έκανα ένα check in με τον εαυτό μου ώστε να ταξινομήσω τις σκέψεις μου και να ξεχωρίσω τις πληροφορίες που δεχόμουν σχετικά με την όποια πραγματική δυσφορία μπορεί να αισθανόμουν ή αν είναι και αυτό άλλο ένα από τα καμώματα του μυαλού μου για να με κάνει να αμφιβάλω για τον εαυτό μου, τις δυνάμεις μου, τις αντοχές μου και να με αναγκάσει να σταματήσω. Όχι όμως επειδή μου το επέβαλε αλλά ξεγελώντας με, κάνοντας με να πιστεύω ότι η απόφαση αυτή ήταν ολόδικη μου. Αυτό που με βοήθησε πολύ σε τέτοιες στιγμές ήταν να υπενθυμίζω στον εαυτό μου πώς θα ένιωθα για αυτές τις σκέψεις αν ήμουν νηφάλιος - δηλαδή αν δεν νύσταζα, αν ήμουν πιο ξεκούραστος, αν ήμουν κάπου ζεστά, αν δεν αισθανόμουν τόση ταλαιπωρία που έφερνε σύγχυση στις σκέψεις μου. Προσπαθούσα να σκεφτώ αν θα συμφωνούσα με τις αποφάσεις που θα είχα πάρει υπό την επιρροή του μυαλού του μυαλού μου ή αν θα μετάνιωνα όπως πολλές φορές γίνεται τις ημέρες που ακολουθούν μετά από έναν αγώνα, όταν βρισκόμαστε στη θαλπωρή και την ασφάλεια του σπιτιού μας και μετανιωμένοι πιάνουμε τον εαυτό μας να λέει «τελικά δεν θα έπρεπε να τα είχα παρατήσει, έπρεπε να έχω προσπαθήσει λίγο ακόμη».
Προσπαθούσα να βγάζω τον εαυτό από τις συνθήκες που επηρέαζαν αρνητικά τις σκέψεις μου ώστε να αποκτώ λογικά επιχειρήματα στη συνομιλία με το μυαλό μου. Του έδινα τα εφόδια για να πολεμήσει τις φωνές του μυαλού του ώστε να κερδίσει την μάχη. Τις φορές που τα κατάφερνα, μπορούσα να ξανά-εστιάζω στον προορισμό μου και αυτή η εστίαση με βοηθούσε να αντιστέκομαι σθεναρά στις όποιες «Σειρήνες» προσπαθούσαν να με ξελογιάσουν .
Τέτοιες στιγμές, έστω και για λίγο, κατάφερνα να αμφισβητήσω το μυαλό του μυαλού μου και να σιωπήσω τις αμφιβολίες του, να αναθεωρήσω τα όρια που προσπαθούσε να μου επιβάλει, για να επιτρέψω στη λογική μου να αναρωτηθεί τι μου συνέβαινε εκείνη την στιγμή που έκανε την κατάσταση που βίωνα αφόρητη. Ήταν μια τακτική που είχα διαβάσει σε ένα απόσπασμα των διαλογισμών του Μάρκου Αυρήλιου που αναφερόταν στον τρόπο με τον οποίο κάποιος μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του να βγει από τον συναισθηματικό χώρο στον οποίο έχει εισέλθει ώστε να μπορέσει να απορρίψει ή να αποδεχτεί την όποια αφόρητη κατάσταση και με λογική και ξεκάθαρη κρίση να σκεφτεί και να εφαρμόσει τις όποιες πιθανές λύσεις. Βρήκα πάρα πολλές τον εαυτό μου να διαπραγματεύεται με την φωνή του μυαλού μου. Να διαπραγματεύεται τον χρόνο για μερικά χιλιόμετρα ακόμη, μέχρι τον επόμενο σταθμό. Του είπα πολλές φορές: «εντάξει, θα σε αφήσω να μιλήσεις, θα ακούσω ότι έχεις να μου πεις. Αλλά μετά θα σωπάσεις, δεν θα πεις τίποτα μέχρι τον επόμενο σταθμό. Θα με αφήσεις ήσυχο και αν φτάνοντας στον επόμενο σταθμό έχεις κάτι να μου πεις, τότε θα σε ακούσω και πάλι». Περάσαμε έτσι πολλούς σταθμούς και αυτό μου έδινε την ευκαιρία να δημιουργώ «ορθολογικούς χώρους» που μου επέτρεπαν να κάνω νηφάλιες σκέψεις και να ξανά-εστιάζω στο σκοπό μου και τον προορισμό μου, μαζεύοντας δυνάμεις για την επόμενη συνομιλία.
Ο Φειδιππίδειος είναι ένας Άθλος όπου το μυαλό εγκαταλείπει πιο γρήγορα από το σώμα. Είναι μια εμπειρία γεμάτη συναισθήματα, σκέψεις και στοχασμούς, που σου δίνουν την δυνατότητα να επαναξιολογήσεις τη ζωή μέσα από 98 ώρες περισυλλογής. Ένας αγώνας μοναξιάς που σε βοηθά να δεις τη ζωή με άλλη προοπτική. Σε διδάσκει να αγνοείς τα μικροπράγματα στα οποία έχουμε μάθει να δίνουμε μεγαλύτερη αξία από ότι πρέπει. Σε ταπεινώνει και σε κάνει να συνειδητοποιείς ότι ο φόβος είναι κλέφτης. Ένας κλέφτης που σου στερεί εμπειρίες ζωής. Όπως είχε πει η Maya Angelou, “Το θάρρος είναι η πιο σημαντική από όλες τις αρετές, γιατί χωρίς θάρρος δεν μπορείς να ασκήσεις καμία άλλη αρετή με συνέπεια”. Χωρίς θάρρος, είναι εύκολο να υποκύψουμε στις πιέσεις του μυαλού του μυαλού μας. Το θάρρος μάς δίνει τη δύναμη να προχωρούμε και να παραμένουμε συνεπείς απέναντι στις αξίες μας και τους προορισμούς μας, με σεμνότητα, ακεραιότητα και αυτοπειθαρχία.
Ο «πόνος» μπορεί και να γίνει δημιουργικός. Δεν γνωρίζω ποιος πόνος ενέπνευσε τον Φίλιππο Πλιάτσικα και την Μάρω Βαμβουνάκη να γράψουν τους υπέροχους στίχους του τραγουδιού «οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» που είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια των Πυξ Λαξ. Αυτό που ξέρω είναι ότι έφερα τους στίχους του τραγουδιού πάρα πολλές φορές στο μυαλό μου στη διάρκεια του Φειδιππίδειου και πιστεύω ότι με βοήθησαν πολύ να σιγήσω τις φωνές του μυαλού του μυαλού μου και να συνεχίσω το ταξίδι που θα με έφερνε στη καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης…
Ότι αξίζει πονάει
Κι είναι δύσκολο
Για να μην υποφέρεις, φύγε κρύψου μακριά μου
Κρύψου από ᾽μένα
Δεν ξέρω αν φεύγεις τώρα
Για το λίγο μου
Εάν αυτό που νιώθω ήταν πολύ
Πολύ για ᾽σένα
Μετα – Φειδιππίδειοι στοχασμοί
Πάνος Αλεξάκος
.