Ελληνικό ορεινό τρέξιμο, η ιστορία (B): Η Μεγάλη Έκρηξη (1986) Κύριο

By 17 Φεβ 2013
Ελληνικό ορεινό τρέξιμο, η ιστορία (B): Η Μεγάλη Έκρηξη (1986) 6 Ιουλίου 1986. Η ιστορία ξεκινά...

Το 1986 ξεκίνησε σαν τα προηγούμενα χρόνια εκείνης της εποχής, όπου όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν καλύτερα. Η Ελλάδα διήγε ήδη τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ και της περίφημης «Αλλαγής», ενός έξυπνου, επικοινωνιακού τρυκ του δημιουργού της Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος φορούσε πλέον γραβάτα και συνομιλούσε -εξ ανάγκης?- και με πολιτικούς που δεν χαρακτηρίζονταν επαναστάτες. Το «Εοκικό» (από την ΕΟΚ) χρήμα ήδη έρεε προς την άτακτη παρέα του νότου, με τους γλεντζέδες κατοίκους της, που πήγαιναν για ύπνο όταν ξημέρωνε, ενώ οι Ευρωπαίοι έτριβαν τα μάτια τους με το εξωπραγματικό φαινόμενο! Στους δρόμους οι περαστικοί σιγοψιθύριζαν τα σουξέ της εποχής, που είχαν αλλάξει πλέον ύφος και άγγιζαν περισσότερο τη νέα γενιά. Στον κόσμο κυριαρχούσε η Περεστρόικα του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη, Μιχαήλ Γκορμπατσώφ,την ώρα που ΗΠΑ και Βρετανία ήταν κάτω από την εξουσία υπερσυντηρητικών ηγετών. Ο κόσμος της τέχνης είχε ξεσηκωθεί μαζί με τους μαύρους Νοτιοαφρικάνους για την αποφυλάκιση του εμβληματικού ηγέτη Νέλσον Μαντέλα. Τα βράδια η Ελλάδα έβγαινε ταβέρνα και τραγούδαγε Παιδιά της Πάτρας, στο σπίτι έβλεπε βιντεοκασέτες και έγχρωμη τηλεόραση και προσκηνούσε το αστέρι του Νίκου Γκάλη στα παρκέ του μπάσκετ. Η ελληνική κοινωνία ζούσε μια γενικότερη ανεμελιά και ελαφρότητα που χάριζε η ευημερία των οικονομικών δεικτών. Ο νεοέλληνας αποκτούσε και πάλι καινούργιες συνήθειες χάρη στις ...«καλύτερες μέρες» των Σοσιαλιστών, οι οποίοι όπως όλοι οι πολιτικοί εξάλλου, έκαναν μνημόσυνο με …ευρωπαϊκά κόλλυβα.

Το 1986 η δική μας παρέα ήταν στο ζενίθ της δράσης της, ζώντας βίο παράλληλο με την πραγματική ορειβασία και με τους ελάχιστους αγώνες ορεινού τρεξίματος στον κόσμο, που επίσης αγνοούσαμε (το 1986 έτυχε να ξεκινά το Marathon des Sables). Εκείνη η χρονιά μας βρήκε να έχουμε μόλις τελειώσει την κατασκευή θρυλικής «καλύβας» σε μια απάτητη γωνιά της Ηπειρώτικης γης και νιώθαμε υπέροχα  ως ένοικοί της. Η καλύβα, το γλυκό μας μυστικό, έφτασε να είναι ο μόνιμος προορισμός μας για πολλούς μήνες κι εκεί μας δόθηκε η ευκαιρία να κάνουμε τα άτυπα «κονταροπχτυπήματά» μας, χρονομετρώντας τα πήγαινε-έλα και τα πάνω-κάτω από την Κόνιτσα στην καλύβα και τούμπαλιν, άλλοτε κουβαλώντας ασήκωτα φορτία με υλικά κι άλλοτε πανάλαφρους, χωρίς γραμμάριο πάνω μας!

Η περίφημη "Καλύβα" στη Γκαμήλα, φωτογραφημένη το 1993 από κάποιον πεζοπόρο που φιλοξενήθηκε εκεί. Η Καλύβα, αποτέλεσε ένα απ τα μεγάλα ορόσημα της ζωής μου στα βουνά και θα αισθάνομαι πάντα περήφανος που εργάστηκα κι εγώ για να υπάρξει! Σ’ εκείνους τους άτυπους αγώνες, που επιτέλους είχαν συγκεκριμένη απόσταση και κυρίως, απόλυτα συγκεκριμένη διαδρομή, ένιωσα τη συγκίνηση του αγώνα, αρκετά πριν να πάρω μέρος σε αγώνα βουνού! Ήταν μια απόσταση περίπου 8 χιλιομέτρων και 800 μέτρων ανάβασης. Εκείνο που αξίζει να σημειώσω σε σχέση με αυτό το αυτοσχέδιο μονοπάτι μέσα στους γκρεμούς, είναι ότι μέσα στα 3 τελευταία χιλιόμετρα ανέβαινες από τα 600 μέτρα στα 1300! Αν θυμάμαι καλά, η καλύτερή μου επίδοση στην ανάβαση ήταν σχεδόν μιάμιση ώρα ενώ η κατάβαση γινόταν σε χρόνους …αστρονομικούς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν καλό φίλο, τον Τέλη (καλή του ώρα εκεί στο ιερό όρος) που τρέχοντας παρέα κάποτε σ εκείνο τον κατήφορο, έχασε την ισορροπία του, έφυγε με το κεφάλι και διαγράφοντας μια τούμπα στον αέρα, προσγειώθηκε όρθιος δίπλα μου και συνέχισε!!! 

Το Πάσχα του 1986 βρεθήκαμε, πού αλλού, στην λατρεμένη μας καλύβα! Μια παρέα που έφτανε τα 20 σχεδόν άτομα. Περάσαμε πανέμορφα, με χαρά, γέλιο, κουβέντες κοντά στη φωτιά, αγνάντι από τις χορταριασμένες πλαγιές του Αμάραντου, κάτω απ τη Δρακόλιμνη. Οι κοπέλες της παρέας μάζεψαν αγριολούλουδα μια και εκείνες τις μέρες εκτός από το Πάσχα γιορτάζαμε και την Πρωτομαγιά. Αναχωρώντας, πήραμε μαζί μας αυτά τα μικρά μπουκέτα, σαν το καλύτερο ενθύμιο των ημερών που ζήσαμε. Επιστρέφοντας στον πολιτισμό, ακούσαμε για ένα περίεργο νέο, για μια διαρροή ραδιενέργειας από αντιδραστήρα κάπου στη Ρωσία, σε μια μικρή κωμόπολη μ ένα όνομα γλωσσοδέτη: ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ! Ένα όνομα που έμελε να γίνει ο απόλυτος εφιάλτης για την ανθρωπότητα, τα επόμενα χρόνια! Το μπουκέτο είχε γίνει σε μια στιγμή μήνυμα ολέθρου…

Θα πρέπει να είχε μπει ο Ιούνης, όταν πληροφορήθηκα από το φίλο και σύντροφο στα βουνά, τον Δημήτρη Μυστακίδη, ότι ο ΕΟΣ Θεσσαλονίκης, σχεδίαζε να κάνει έναν αγώνα αντοχής στον Όλυμπο! Η ιδέα (και πρόταση ταυτόχρονα) ήταν ολόδική του, καθώς ως νεότευκτο τότε μέλος του ΕΟΣ -πλην εμπειρότατο- του ζητήθηκε να προτείνει μία ιδέα που θα ήθελε να δει να υλοποιείται από το "νέο αίμα" που είχε αναλάβει τα ηνία του Συλλόγου. Η είδηση έμοιαζε εξίσου παλαβή με εκείνη του Τσέρνομπιλ, ευχάριστα όμως. Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά εκείνη την άνοιξη, που ξεμακραίνοντας ο χρόνος, έμοιαζαν σαν να μην είχαν υπάρξει. Όπως και να είχε πάντως, κάποιοι «φωτισμένοι» τρελοί είχαν αποφασίσει να επισημοποιήσουν τη δική μας τρέλα για το τρέξιμο στα βουνά. Ήταν η πιο πανηγυρική αναγνώριση! Ή μήπως όχι…Ξαφνικά άλλαξε η ζωή όλων μας. Ξεχάσαμε οτιδήποτε είχε ο καθένας μας στο μυαλό του και στρέψαμε το βλέμμα μας προς τη μακρινή Ουκρανία, όπου μέρα με τη μέρα αποκαλυπτόταν το μέγεθος της τραγωδίας. Όλα τριγύρω μας έγιναν θάνατος! Η τροφή, το νερό, ο αέρας, το χορτάρι, το χώμα, τα βράχια. Νιώσαμε παγιδευμένοι, όμως δεν θα τέλειωνε ο κόσμος στο Τσέρνομπιλ, ευτυχώς! Λίγες εβδομάδες μετά, ξαναπήραμε τα βουνά, και πάλι με τη γνωστή αγωνιστική διάθεση και με την κρυφή ελπίδα ότι αφού η Ουκρανία είναι αρκετά μακριά, τότε..

Προσπαθώντας να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες για αυτόν τον πολυθρύλητο «Ορειβατικό Μαραθώνιο», ήταν μοιραίο να βρεθούμε με τον Δημήτρη το Μυστακίδη κοντά στους ανθρώπους που ανέλαβαν να υλοποιήσουν το όραμα του αγαπημένου μου φίλου, τον Ορειβατικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Ο αγώνας θα ξεκίναγε από το καταφύγιο του Σταυρού, ψηλά πάνω απ το Λιτόχωρο και αφού ανέβαινε μέχρι το Οροπέδιο των Μουσών, θα κατηφόριζε στα Πριόνια κι από εκεί, μέσα από τη χαράδρα του Ενιπέα και το φρεσκοφτιαγμένο τότε μονοπάτι Ε4 θα κατέληγε στο Λιτόχωρο. Στο ξεκίνημά της η διαδρομή θα περνούσε πάνω από ένα υπέροχο ίσιο μονοπάτι που είχε φτιαχτεί παλιότερα, για να οδηγεί στην τοποθεσία «Μάνα του Νερού» παράλληλα με ένα αυλάκι που κάποτε έφερνε στο Σταυρό το νερό της πηγής που ήταν εκεί, όπως υποδηλώνει και το τοπωνύμιο. Στη συνέχεια και για μια απόσταση 2-3 χιλιομέτρων ένα άλλο σβησμένο μονοπάτι οδηγούσε στην τοποθεσία Μπάρμπα, όπου η διαδρομή ενωνόταν με το κεντρικό μονοπάτι που ανηφόριζε από τη Γκορτσιά στην Πετρόστρουγκα. Αυτό ήταν και το μεγάλο «αγκάθι» της διαδρομής του νέου αγώνα και ζητούσε λύση! Το μεγάλο μας πάθος γι αυτό το αγέννητο ακόμα άθλημα, που θεωρούσαμε ως δεύτερη φύση μας, ήταν αδύνατο να μας αφήσει ασυγκίνητους. Γι αυτό και μαζί με το Δημήτρη πήραμε την πρωτοβουλία να ανοίξουμε το χαμένο κομμάτι του μονοπατιού, βοηθώντας κι εμείς στον …τοκετό.

Απ όσο είμαι ακόμα σε θέση να θυμάμαι –τα χρόνια πέρασαν και από τότε δούλεψα πολλές φορές ανοίγοντας μονοπάτια- είχαμε διαθέσει μια ολόκληρη μέρα οι δυο μας, για να σκάψουμε, να πριονίσουμε και να βάψουμε βράχους, ώστε να φανερωθεί ξανά η διαδρομή και να μπορέσουμε όλοι εμείς που θα αγωνιζόμασταν σε λίγες μέρες, να βρούμε στο σωστό δρόμο. Θυμάμαι ότι ο χρόνος δεν μας έφτανε και πως έπρεπε να βιαστούμε για να φτάσουμε ως του Μπάρμπα μέχρι να πέσει ο ήλιος. Είχαμε μαζί μας τσάπα για σκάψιμο, πριόνι για τα κλαδιά και κόκκινη μπογιά με πινέλο για τους βράχους. Δουλέψαμε με τον τρόπο που ξέραμε να δουλεύουμε, μην αφήνοντας στιγμή για διάλειμμα και στο τέλος, σ ένα μεγάλο ξέφωτο με φτέρες, εκεί στη σύνδεση με το κεντρικό μονοπάτι, γράψαμε πίσω από έναν μεγάλο βράχο «ΔΜ ΛΡ», για ν αφήσουμε τη σφραγίδα μας. Θαρρώ πως ακόμα και σήμερα, που το μονοπάτι αυτό ξαναέκλεισε, η μπογιά είναι στη θέση της. Πέρασα από τότε πολλές φορές από δίπλα αλλά ποτέ δεν πήγα μέχρι εκείνο το βράχο να δω.

Και μετά ήρθε η μέρα του αγώνα! Αυτοκίνητα ΙΧ δεν υπήρχαν πολλά ανάμεσα στο κοινό του αγώνα κι ο δρόμος για το Σταυρό ήταν χωμάτινος. Μ ένα-δυο αγώγια, ένα παλιό λεωφορείο ναυλωμένο απ τη διοργάνωση, οι αθλητές του αγώνα μεταφερθήκαμε στο καταφύγιο του Σταυρού απ το βράδυ της παραμονής του αγώνα και φιλοξενηθήκαμε εκεί. Φυσιογνωμίες άγνωστες οι πιο πολλές σε μένα –κι εγώ σ εκείνους φαντάζομαι. Ανάμεσά τους και κάποιοι γνωστοί σπ τη μικρή παρέα της «Ορειβατικής Λέσχης Θεσσαλονίκης» το ασκέρι του Μυστακίδη! Υπήρχαν ακόμα και αναρριχητές, που ήθελαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σ αυτό το νέο για όλους (?) άθλημα. Γενικά, ήμασταν ένα «πολύχρωμο» (πολυσυλλεκτικό ας πούμε) κοινό, που μάλλον από περιέργεια οι περισσότεροι βρέθηκαν εκεί. Το καινούργιο γι μια ακόμα φορά τραβούσε σα μαγνήτης, έστω και οδυνηρό. Εκείνο που πρόσεξα, ήταν αρκετά νεαρά παιδιά, που υπέθεσα ότι συνόδευαν τους γονείς τους που θα αγωνίζονταν –κάτι που όμως τελικά αποδείχτηκε διαφορετικό απ αυτό που νόμιζα…

Είχαμε ετοιμαστεί σκληρά τους προηγούμενους δυο μήνες, με αναβάσεις στα βουνά της Πίνδου και της Μακεδονίας, με εντάσεις που έφταναν στα απόλυτα όριά μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, τη γνωστή τακτική του Δημήτρη, που κατέληξε να αποτελεί ατραξιόν: κάθε τόσο στην ανάβαση, σταματούσαμε απότομα την προσπάθεια και μετρούσαμε σφυγμούς για δέκα δευτερόλεπτα, κάνοντας μετά αναγωγή στο λεπτό. Ανηφορίζοντας σε κλίσεις 30+ μοιρών, οι παλμοί μου έφταναν μέχρι τους 200 ή και πιο πάνω! Ένα νούμερο που δείχνει το μέγεθος της προσπάθειας που καταβάλαμε όλοι μας και το βαθμό προσαρμογής σε αυτή τη μορφή αγωνιστικής προσπάθειας. Ωστόσο όμως, για να είμαστε βέβαιοι για το επίπεδο φυσικής κατάστασης, ο Δημήτρης είχε αναλάβει να μας κάνει τεστ σε μετρημένες διαδρομές, ώστε να ξέρουμε τα δικά του επίπεδα ο καθένας μας. 

Το πρωί του αγώνα, μας περίμενε μια ηλιόλουστη μέρα, ήταν καλοκαίρι εξάλλου. Βγήκαμε απ το καταφύγιο έτοιμοι για την εκκίνηση. Αφού προβληματίστηκα για το τι παπούτσια θα έπρεπε να φορέσω –δυο ζευγάρια όλα κι όλα είχα- κατέληξα σ ένα ζευγάρι τρέκινγκ αρβύλας, που όμως ήταν μισό νούμερο μικρότερη απ το πόδι μου. Ήταν όμως και το μοναδικό ζευγάρι τρέκινγκ παπουτσιών που είχα, αφού ήταν το μοναδικό νούμερο που κατάφερα να βρω σ ένα και μοναδικό μαγαζί που πουλούσε τέτοια –αυτή ήταν η κατάσταση τότε. Είχα κι ένα ζευγάρι αθλητικά, όμως έχοντάς τα δοκιμάσει, ήξερα ότι υπήρχε φόβος για διαστρέμματα και τραυματισμούς, ειδικά στις κατηφόρες. Ήταν ακόμα το ξεκίνημα και ήμουν διχασμένος, δεν γνώριζα, δεν είχα την εμπειρία, θα ήταν ο πρώτος μου πραγματικός αγώνας σε βουνό. Έξω απ το καταφύγιο, έβλεπα τους άλλους αθλητές στα πόδια, προσπαθώντας να καταλάβω αν η επιλογή μου στα παπούτσια ήταν σωστή. Το συμπέρασμα ήταν πως βρισκόμουν στη μέση, αλλά μάλλον εκείνη τη μέση που πατάμε σε δυο βάρκες, όπως λένε. Είδα κάποιους μικροκαμωμένους ξερακιανούς ξεφόρτωτους, με σορτσάκια και αθλητικά παπούτσια (οι δρομείς) και αρκετούς με χοντρές αρβύλες και σακίδια (οι ορειβάτες)! Σκέφτηκα ότι οι δρομείς θα είναι οι χαμένοι της ιστορίας. Απλά δεν ήξερα…

Ήμασταν ένα πολύχρωμο πλήθος, με κάθε λογής παραξενιά πάνω μας: καπέλα, γυαλιά, σακίδια, μπατόν, μαντήλια, παράξενα ρούχα και πάει λέγοντας… Κάποιοι τρέχαμε μπρος-πίσω λίγο πριν την εκκίνηση, για ζέσταμα και προσπαθούσαμε να διακρίνουμε πιθανούς αντιπάλους κι εκείνους που θα πρωταγωνιστούσαν στην κούρσα. Λίγο πριν την εκκίνηση στάθηκα μαζί με το Δημήτρη κάπου στο πλάι του πλήθους, που έμοιαζε να συγκεντρώνει περίπου εκατό ανθρώπους. Πόσοι ακριβώς ήμασταν όμως? Η πρώτη διοργάνωση μάζεψε 95 αθλητές, πέρασαν όμως 24 χρόνια για να μάθω πόσοι τελικά τερμάτισαν! 

Μια σύντομη αναμνηστική φωτογραφία κάτω από ένα μεγάλο πανό και ο πρόεδρος του Συλλόγου, απορημένος υποθέτω κι αυτός από το ανέλπιστο αγωνιστικό κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στο πλήθος, έριξε την πιστολιά της εκκίνησης. Πριν προλάβω να αντιδράσω, είδα τους πρώτους να …χάνονται εν ριπή οφθαλμού απ τα μάτια μου! 

H στιγμή της εκκίνησης του αγώνα στις 6 Ιουλίου 1986. Ο γυμνός με το μπλε σοτσάκι αριστερά είναι ο Μυστακίδης. Μπροστά και δεξιότερα (θαλασσί μπλούζα) ο Ζωγράφος. Στο κέντρο, με πράσινη φανέλα, ο Γραμματόσης

Σάστισα και δέχτηκα το πρώτο σοκ, γιατί πίστευα ότι όλοι θα ξεκινούσαν συντηρητικά, έκανα μεγάλο λάθος όμως και το σχέδιό μας πήγε κατευθείαν στα σκουπίδια. Αμέσως βαλθήκαμε με το Δημήτρη να προσπερνάμε κόσμο για να κρατήσουμε μια επαφή με την κεφαλή της κούρσας. Δύσκολο το εγχείρημα, αφού το μονοπάτι ήταν στενό αλλά ευτυχώς λίγοι οι αθλητές κι έτσι σε λίγο βλέπαμε τους πρώτους στο βάθος. Δεύτερο σοκ: τα παπούτσια μου δεν έκαναν για πραγματικό τρέξιμο! Αυτό το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα τρέχαμε με τόση ένταση στις ευθείες. Η μόνη μου ελπίδα ήταν ότι ο ρυθμός θα έπεφτε λίγο πιο πέρα λόγω ανήφορου. Ευτυχώς, μετά τη Μάνα του Νερού άρχισαν οι ανήφοροι, όμως οι πρώτοι –πόσοι άραγε- είχαν χαθεί πλέον από το πεδίο μας. Μπήκαμε στο ρυθμό της έντονης Το βράδυ πάντως της 6ης Ιουλίου του 1986, δικαιώθηκαν τα όνειρα χρόνων και γεννήθηκε επίσημα ένα νέο άθλημα με λαϊκή απήχηση...πεζοπορίας με τους σφυγμούς πολύ ψηλά. Ο Δημήτρης μπροστά κι εγώ ακολουθούσα. Πίσω μας ένας-δυο άγνωστοι αθλητές σε μικρή απόσταση είχαν το ρυθμό μας. Πιο πίσω ακόμα ένα σχετικό άνοιγμα μέχρι τους επόμενους. Είμαστε στον αγώνα τώρα και ήρθε η μεγάλη στιγμή που περιμέναμε. Πιστεύαμε ότι ήμασταν ανίκητοι στο βουνό κι έπρεπε να το αποδείξουμε εκείνη τη μέρα! Είχαμε μπροστά μας μερικές ώρες και αρκετά χιλιόμετρα για επαληθευτούμε ή και να διαψευστούμε αλλά για την ώρα κάτι δεν πήγαινε καλά…

Χωρίς να μας προσπεράσει κανείς φτάσαμε στον πρώτο σταθμό, στου Μπάρμπα. Αμήχανοι οι εθελοντές μας καλωσορίζουν: «Μπράβο παιδιά, είστε οι πρώτοι!». Οι πρώτοι? Πώς είναι δυνατόν να είμαστε πρώτοι? Θυμάμαι τουλάχιστον δυο-τρεις μπροστά. Ωχ, κάτι κακό έγινε! Κάπου χάθηκαν, σίγουρα. Πόσοι ήταν άραγε και πόσο χρόνο θα χάσουν? (καιρό αργότερα, κατάφερα να ξετρυπώσω τις πρόχειρες σημειώσεις των Σταθμών κι εκεί ανακάλυψα ότι περάσαμε 8 λεπτά νωρίτερα). Όσο για τους πρώτους, εκείνη τη χρονική στιγμή, σύμφωνα με μαρτυρία ενός απ αυτούς, ήταν περίπου 5-6 και αφού διαπίστωσαν ότι ήταν σε λάθος κατεύθυνση, πήραν υποτυπωδώς μια πορεία πάνω σε μια ράχη, που στο τέλος τους οδήγησε στη Μπάρμπα. «Κρίμα, ο αγώνας χάλασε στο ξεκίνημα» σκέφτηκα. 

Συνεχίσαμε το ρυθμό μας, που σταδιακά άρχισε να μου φαίνεται αρκετά υποφερτός, ένδειξη του ότι είχα ακόμα για να δώσω και ήθελα ακόμα να δώσω. Ο συναθλητής που ακολουθούσε το γκρουπ λεγόταν Στέφανος όπως μας είπε και ήταν από Αθήνα. Έτρεχε μεγάλες αποστάσεις και μας ανέφερε για το Σπάρταθλο, τότε άκουγα γι αυτόν τον αγώνα που ήδη μέτραγε τρεις διοργανώσεις το καλοκαίρι του 1986. Τον Στέφανο Γιάννου, τον ξανασυνάντησα τυχαία 6 χρόνια αργότερα σε μια ultra διάσχιση της Κρήτης και είχαμε να μοιραστούμε μνήμες από εκείνη την εμπειρία.

Στον αγώνα του 1986 έτρεξα με τον αριθμό 90, τον οποίο και κράτησα με επιμέλεια σαν ενθύμιο. Ήταν από λινάτσα και τα γράμματα ήταν ζωγραφισμένα με υδρόχρωμα. Από όλους τους αριθμούς αγώνων που μάζεψα στη ζωή μου, αυτός είναι ο πολυτιμότερος!Στην Πετρόστρουγκα ήμασταν ακόμα πρώτοι, με 4 λεπτά διαφορά. Πίσω μας κανένας ακόμα! Κάθε τόσο γύριζα πίσω για να τους δω να έρχονται φουριόζοι, αλλά ψυχή! Μετά το σταθμό ο Δημήτρης πρότεινε να κόψουμε στον ανήφορο εκτός μονοπατιού, για να κερδίσουμε απόσταση, αντί να πάμε απ το μονοπάτι μέχρι τη Σκούρτα! Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ, δεν μπορούσα να σκεφτώ εξάλλου εκείνη τη στιγμή και πολύ, ούτε και ήξερα αν κερδίζαμε χρόνο ή όχι, είχαμε μάθει όμως αυτά τα χρόνια ότι όπου μπορούμε στο βουνό κόβουμε! Έτσι κι αλλιώς δεν είχε καν σχηματιστεί μέσα μας η κουλτούρα των αγώνων βουνού, με τα πλαίσια κανονισμών και τη δεοντολογία του «ευ αγωνίζεσθαι», που μάθαμε αργότερα. Ακολούθησα με επίγνωση της πράξης μου, σε μια πορεία εκτός μονοπατιού, αυτή που μας ταίριαζε σαν φυσιογνωμία προσπάθειας τόσα χρόνια. Ταλαιπωρηθήκαμε, πηδώντας από δω κι από κει, ανάμεσα σε πεσμένα κλαδιά και φυτεμένες πέτρες και ένιωθα αμφιβολίες για το πόσο κερδισμένοι θα βγαίναμε απ αυτή την κίνηση. Στο τέλος ξεπροβάλαμε στα ισιάδια κάτω απ τη Σκούρτα και τότε, συνέβη αυτό που περίμενα για ώρα. Μπροστά, σε μια απόσταση 100 μέτρων, εκεί που βρισκόταν ο Σταθμός του αγώνα, είδα τέσσερις φιγούρες να τον πλησιάζουν με ταχύτητα. 

Ήταν οι «χαμένοι» που βρήκαν τελικά το δρόμο τους κάτω απ τη Μπάρμπα και ξαναμπήκαν στο παιχνίδι. Με τους κατοπινούς υπολογισμούς, το γκρουπ τους έκανε 26 λεπτά από την Πετρόστρουγκα ως τη Σκούρτα ενώ εμείς κάναμε 30(!), άρα το κόψιμο ήταν μπούμερανγκ, αν και μάλλον ο ρυθμός των «χαμένων» συνέχισε να είναι γρηγορότερος απ τον δικό μας. Ο Δημήτρης γύρισε τότε προς το μέρος μου δίνοντάς μου το μήνυμα: «Κυνήγα τους!» Τι σήμαινε αυτή η φράση? Είχα το ελεύθερο να αποδεσμευτώ πλέον και να μπω στο ρυθμό των αθλητών μπροστά, αφού βέβαια πρώτα τους «έπιανα». 

Έδωσα ότι είχα από δυνάμεις για να βρεθώ κοντά τους, έργο δύσκολο αλλά μια και είχα αποθέματα, δεν δυσκολεύτηκα να τους συναντήσω στο Λαιμό της Σκούρτας, μερικά λεπτά αργότερα. Δεν θυμάμαι καλά τη σειρά αλλά πρέπει να πέρασα πρώτα τον Άλκη το Ζωγράφο, Λιτοχωρίτη μαραθωνοδρόμο, και μπροστά μου να ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση ο Πέτρος Καψομενάκης, μαραθωνοδρόμος επίσης και ορειβάτης, από την Αθήνα. Στο καταφύγιο«Κάκκαλος» ήμουν πια τρίτος, με δευτερόλεπτα διαφορά από τον Βασίλη Χαλκιά, έναν ξερακιανό μικροκαμωμένο δρομέα υπεραποστάσεων από το Βόλο, που έμελε να αποτελέσει τον πρώτο θρύλο του ελληνικού mountain running κι έναν ψηλό έφηβο με μακριά πόδια, τον οποίο επευφημούσαν όσοι θεατές βρίσκονταν έξω απ το καταφύγιο, φωνάζοντας «Μπράβο Βαγγέλη, δυνατά!». Ο Βαγγέλης Γραμματόσης ήταν ένας 16χρονος πιτσιρικάς από το Λιτόχωρο, που αποτελούσε φαινόμενο χάρη στην έμφυτη ικανότητά του στο τρέξιμο, γνωστός στους ντόπιους ως το «μουλάρι» και ήδη διακρινόταν ως αθλητής στίβου! Το ρολόι έδειχνε 2 ώρες και 9 λεπτά για τους τρεις μας ενώ πίσω ακολουθούσαν, με 3 λεπτά ο Καψομενάκης κι ο Ζωγράφος και με έξι ο Μυστακίδης. 

Ώστε έτσι λοιπόν ήταν ένας αγώνας στο βουνό. Όπως αυτά που κάναμε μέχρι τότε αλλά με πιο δυνατούς αντιπάλους, που δε σταματούσαν στο τέρμα του ανήφορου για να σε πειράξουν που ερχόσουν δεύτερος! 

Προσπέρασα το καταφύγιο και όρμησα στον κατήφορο. Τα πόδια μου έκαιγαν αλλά το μυαλό μου είχε απογειωθεί. «Αυτό είναι φίλε, τώρα τρέχα, αυτό δεν ήθελες?», είπα στον εαυτό μου και πηδούσα στις σάρες της πλαγιάς, με την άνεση των παπουτσιών μου και με τον αέρα ότι κυνηγάω τους πρώτους. Όμως κι εκείνος ο πιτσιρικάς μπροστά, που μας προσπέρασε ιπτάμενος, δεν καταλάβαινε τίποτα από πέτρες και κινδύνους, αφού λίγο πιο κάτω χάθηκε απ τα μάτια μου. Το μονοπάτι περνούσε κοφτά την απόκρημνη πλαγιά των Ζωναριών από δευτερεύουσα διαδρομή (το περιβόητο «κοφτό»), που ήταν απόλυτα επικίνδυνη στο δυσκολότερο τμήμα της, με εκτεθειμένα κομμάτια στο κενό! Δεν καταλάβαινα τίποτα όμως, όλα αυτά τα ζούσα κάθε φορά στις εξορμήσεις της ομάδας, μου ήταν ήδη γνωστά. Ο ήλιος έκαιγε και ζούσα το όνειρο ακροβατώντας στο κενό, σαν κατσίκι. Ήμουν εκεί και όλοι μαζί γράφαμε το πρώτο κεφάλαιο μιας νέας ιστορίας στα αθλητικά δρώμενα της Ελλάδας! 

Μέχρι του «Ζολώτα» συνέχισα να είμαι τρίτος, έχοντας κάνει 20 λεπτά, όσο κι ο Χαλκιάς, αλλά ο πύραυλος Γραμματόσης χρειάστηκε μόλις 16! Χρόνια μετά, έχω την αίσθηση ότι αυτό το 0:16 δεν ξεπεράστηκε ποτέ τα επόμενα χρόνια από κανέναν αθλητή, ήταν ένας χρόνος σχεδόν εξωπραγματικός! Όπως μου εκμυστηρεύτηκε πρόσφατα ο ίδιος, έφευγε στο κενό χωρίς να το σκέφτεται και κάποιοι εθελοντές ασφάλειας σ ένα μεγάλο κομμάτι χιονιού σε κλίση -τη γνωστή «χιονούρα» στη διαδρομή- του φώναζαν μάταια να κόψει το ρυθμό του, που πρέπει να ήταν δαιμονιώδης. 

Ο Βαγγέλης Γραμματόσης, σε μια σπάνια φωτογραφία από τον αγώνα του 1986, τη στιγμή που φτάνει στα Πριόνια, με δυναμικό στυλ αλλά με εμφανή σημάδια κόπωσης. Αν και τερμάτισε 3ος στον αγώνα, ήταν ο πρώτος αθλητής που στην ιστορία των αγώνων στον Όλυμπο, πέρασε πρώτος τόσο από το Οροπέδιο, όσο και από τα Πριόνια  Μετά το καταφύγιο του «Σπήλιου Αγαπητού», άρχισα να νιώθω τα πρώτα σημάδια της κούρασης και του πόνου. Κι όσο κατηφόριζα, η ζέστη γινόταν ενοχλητική. Κι ήμασταν ακόμα λίγο χαμηλότερα από τα 2000 μέτρα. Μπροστά μου ο Χαλκιάς τη μια φαινόταν και την άλλη χανόταν απ το πεδίο μου, για το Γραμματόση ούτε λόγος, δεν τον είδα πουθενά. Φτάνοντας στα Πριόνια με προσπέρασε ο Καψομενάκης και βρέθηκα τέταρτος. Η σειρά άρχισε να ανατρέπεται. Σ αυτό το τμήμα του αγώνα, νικητής ήταν ο Αθηναίος δρομέας, με μόλις 28 λεπτά κατάβαση και τέταρτος ο νεαρός Γραμματόσης με 34, προφανώς πληρώνοντας το τίμημα της ορμής του μέχρι το καταφύγιο. 

Πέρασα απ τα Πριόνια σε 3:01, μόλις 2 λεπτά πιο αργά από τον πρώτο αλλά φυσικά δεν το γνώριζα! Κι αν ακόμα μου είπαν οτιδήποτε οι άνθρωποι του Σταθμού, μάλλον δεν ήμουν σε θέση να το καταλάβω. Η υπογλυκαιμία και η αφυδάτωση ροκάνιζαν ήδη όλα μου τα αποθέματα. Σκέφτηκα ότι πάνω μου είχε στηρίξει τις ελπίδες του ο φίλος μου ο Μυστακίδης και οι υπόλοιποι δικοί μου σύντροφοι που ακολουθούσαν πιο πίσω ή απλά περίμεναν να γυρίσουμε με τα καλά νέα. Όμως αυτό το πράγμα δεν ήταν καθόλου εύκολο κι οι αντίπαλοι ήταν μπροστά και ήταν δύσκολο να νικηθούν. Η ώρα της αλήθειας είχε ήδη φτάσει και ήταν σκληρή! 

Έχασα τις ελπίδες μου όταν για ώρα ήμουν πια μόνος. Ένιωθα ότι χάνω τις δυνάμεις μου και ότι μπορεί να καταρρεύσω κάθε στιγμή. Θα ρώταγα στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου πόσο πιο μπροστά ήταν οι άλλοι. Εκεί θα δρόσιζα και τη δίψα μου που ήταν μεγάλη, όπως κι η Ιουλιάτικη ζέστη.

Στο μοναστήρι όμως ψυχή! Δέχτηκα ένα δυνατό σοκ όταν είδα την ερημιά. Αυτό με τσάκισε ψυχολογικά. Είχα κάνει κάποιο λάθος? Ποιος θα καταμαρτυρούσε το πέρασμά μας από εκεί? Όπως έμαθα μετά τον τερματισμό μου, περάσαμε πολύ γρηγορότερα απ όσο είχαν εκτιμήσει οι διοργανωτές και οι εθελοντές, που κάλυψαν το Σταθμό «Μπάρμπα» στην αρχή και είχαν την ευθύνη και αυτού του σημείου, έφτασαν μισή ώρα μετά τον πρώτο στο Μοναστήρι! Έσφιξα τα δόντια και συνέχισα. Δεν είχα και καμιά άλλη ελπίδα, έπρεπε να φτάσω στο Λιτόχωρο για να σωθώ από την κατάρρευση. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη, μαζί μου δεν κουβαλούσα τίποτα, όπως κι οι υπόλοιποι μπροστά και δεν είχαμε καμιά ελπίδα μέχρι το τέρμα, αφού δεν θα μας περίμενε άλλος σταθμός μέχρι το Λιτόχωρο. Έπρεπε να βγάλουμε όλο το φαράγγι με σκέτο νερό απ τον Ενιπέα!

Στους ανήφορους περπάταγα πια και στους κατήφορους επίσης, αφού τα δάχτυλά μου είχαν ξεπετσιαστεί απ τις τριβές της ορειβατικής κάλτσας στα κοντά άρβυλά μου. Πονούσα φρικτά κι άρχισα να λειτουργώ με τη λογική ότι αυτό είναι ένα μαρτύριο και πρέπει να τελειώσει. Κάθε τόσο, όταν βρισκόμουν δίπλα στο ποτάμι σταμάταγα την προσπάθεια και βούταγα το κεφάλι μου στα νερά. Ψυχή στο όμορφο μονοπάτι, που μόλις δύο χρόνια νωρίτερα είχε κατασκευαστεί. Στα ξέφωτα υπέφερα ακόμα περισσότερο και σύννεφο δεν έκρυβε τον ήλιο, ήμασταν καταδικασμένοι. 

Πήρα την προτελευταία ανηφόρα της διαδρομής, αυτή που βγάζει στις Μικρές Πόρτες, ακριβώς στην έξοδο του τούνελ που σχηματίζει η βλάστηση σ εκείνο το σημείο. Ξάφνου μπροστά μου, ένας άνθρωπος κείτεται στο ξέφωτο! Τι συμβαίνει? Αναγνώρισα εκείνο τον ψηλό νεαρό με την πράσινη φανέλα, το Γραμματόση, που μάλλον χτυπήθηκε από θερμοπληξία και βρισκόταν πεσμένος κάτω απ τον ήλιο να προσπαθεί να συνέλθει. Δεν έχω να του δώσω τίποτα, υποφέρω κι εγώ, νιώθω να ζαλίζομαι. Καθώς τον προσπερνάω απ το πλάι του ρίχνω μια απαθή ματιά. Είναι μάλλον καλά και δεν φαίνεται να έχει κάποιο ίχνος τραυματισμού. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα εκτός από ένα ξέπνοο «είσαι καλά?» χωρίς απάντηση φυσικά. Από τον ίδιο έμαθα πρόσφατα, ότι ήμουν ο τρίτος που τον προσπέρασε όταν βρέθηκε πεσμένος, σημάδι ότι σε όλο τον Ενιπέα η μεταξύ μας απόσταση κρατήθηκε σταθερή, άρα ήμασταν και οι τέσσερις διαλυμένοι. 

Μια ακόμα ανηφόρα και φτάνω στις Πόρτες, εκεί που βλέπεις για πρώτη φορά το Λιτόχωρο να σου κλείνει το μάτι, γιατί ξέρεις ότι εκεί τελειώνουν όλα, μένει ένας κατήφορος μόνο –σχήμα λόγου στην περίπτωσή μου. Πήρα τις κατηφόρες και στη μεγάλη κλίση τα πόδια μου με πέθαιναν. Κούτσαινα πια και κρατιόμουν από πλαϊνούς βράχους του μονοπατιού. Μακάρι να μπορούσα να πετάξω τα παπούτσια και να τρέξω ξυπόλυτος αλλά δεν γινόταν. Λίγο πιο κάτω ο πρώτος θεατής εδώ και μιάμιση ώρα. Ο καλός φίλος, ο Δημήτρης Αλεξίου με επευφημεί: «μπράβο Λάζαρε, τρίτος είσαι!». Τι να το κάνω, υποφέρω φρικτά, δεν μπορώ καθόλου στον κατήφορο. Του είπα για το Γραμματόση, δεν ήξερα αν μπορούσε να κάνει κάτι για κείνον. Συνέχισα την κατάβαση του Γολγοθά μου…

Μπήκα στο Λιτόχωρο γύρω στις 1:30 το μεσημέρι, με τα τζιτζίκια να χαλάνε κόσμο και το έδαφος να χάνεται κάτω απ τα πόδια μου. Ψυχή στους Μύλους, ψυχή και μέσα στα στενά του χωριού. Δάγκωνα τα χείλια μου, όλα πονούσαν και πιο πολύ τα δάχτυλα των ποδιών μου που με έτσουζαν φρικτά. Δεν μ ένοιαζε τίποτα πια, ήθελα να τελειώσω. Έτσι είναι οι αγώνες όπως αποδείχτηκε: όσο θες ν αρχίσουν πριν άλλο τόσο θες να τελειώσουν στη συνέχεια.

Μπροστά μου άνοιξαν τα τελευταία μέτρα στη μικρή πλατεία, που τότε δεν είχε ακόμα το σιντριβάνι στο κέντρο της. Στην άλλη άκρη της, μπροστά στο καμπαναριό του Αη Νικόλα ήταν η γραμμή του τερματισμού. Ήθελα άλλα 20 μέτρα ως εκεί και άκουγα γύρω μου τις επευφημίες των σαστισμένων Λιτοχωρινών, που μάλλον έτριβαν τα μάτια τους βλέποντας να φέρνουμε βόλτα το βουνό σε πέντε ώρες, αντί για μια μέρα!

Η λύτρωση! Δίπλα από τη γραμμή του τερματισμού στην πλατεία του Λιτοχώρου, αμέσως μετά τον τερματισμό μου. Πίσω και δεξιά μόλις που διακρίνεται το πράσινο μπλουζάκι του Γραμματόση, που συνομιλεί με κάποιο θεατή Ξαφνικά, ένιωσα κάτι σαν σκιά να περνά από δίπλα μου με ταχύτητα! Ήταν ο Γραμματόσης, που στο μεταξύ συνήλθε και μην αντιμετωπίζοντας πρόβλημα με τα πόδια του, κατάφερε να με φτάσει και να με περάσει αναπάντεχα 15 μέτρα πριν τη γραμμή του τερματισμού. Ο αγώνας είναι αγώνας μέχρι το τελευταίο του μέτρο! Ο δυνητικός νικητής του αγώνα, κέρδισε τουλάχιστον την τρίτη θέση της παρηγοριάς μ αυτόν τον πανηγυρικό τρόπο, γεμίζοντας περηφάνια τους συντοπίτες του. Σταματώντας κι αφού ήπια ατέλειωτο νερό κι ακόμα πιο πολύ έριξα πάνω μου, έμαθα ότι είχαν δεν είχαν 2-3 λεπτά πριν από εμάς που τερμάτισαν οι δύο πρώτοι κι αυτοί με ντεμαράζ για τη νίκη. Μετά από 25 και πλέον χρόνια σ αυτή τη διοργάνωση, ξέρω πια ότι ο πρώτος αγώνας είχε και τον πιο συναρπαστικό τερματισμό! Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι η επιλογή να αγωνιστώ με άρβυλα μου στοίχισε τη νίκη, αν κρίνω από αυτά τα τρία λεπτά που με χώριζαν από τους πρώτους. Παπούτσια με τριπλάσιο βάρος και μικρότερα απ τα πόδια μου! Στερνή μου γνώση… 

Η χαρά της ανακούφισης όμως ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της 4ης θέσης και μου αρκούσε που είχα κάνει μια επίδοση πολύ γρηγορότερη από τις αρχικές μου εκτιμήσεις, που απ όσο θυμάμαι έφταναν τις 6 ώρες. Η επίδοσή μου ήταν 4:53 και για την ιστορία ο Βασίλης Χαλκιάς ήταν εκείνος που κέρδισε στην μάχη της πρώτης θέσης τον Πέτρο Καψομενάκη –ποτέ δεν έμαθα έκτοτε ποια ακριβώς ήταν η διαφορά τους σε δευτερόλεπτα, αλλά μάλλον όχι περισσότερα από 3-4!

Πέρασαν μόλις 5 λεπτά, που μου φάνηκε σχεδόν μια ώρα, μέχρι να φτάσει στον τερματισμό ο πέμπτος του αγώνα, ο επίσης Λιτοχωρίτης Άλκης Ζωγράφος. Ήταν και ο τελευταίος που πέτυχε επίδοση κάτω από τις 5 ώρες (4:58). Περίμενα για μισή ώρα μέχρι να εμφανιστεί ο καλός μου φίλος, ο Δημήτρης, και να τερματίσει στην 6η θέση (5:23), εντελώς εξοντωμένος από αφυδάτωση και τη ζέστη. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα σε τέτοια άθλια κατάσταση. Κάθισε κάτω απ τη βρύση της εκκλησίας και του έριχνα νερό με τις χούφτες στην πλάτη για να τον δροσίσω. Η μεγάλη δοκιμασία είχε περάσει και τώρα πια μπορούσαμε να ανασάνουμε τη λύτρωση. 

Από κάποιες σημειώσεις μου, βρήκα ότι συμμετείχαν 95 αθλητές, απ τους οποίους τερμάτισαν οι 83, ανάμεσά τους και τρεις γυναίκες, ενώ ο τελευταίος αθλητής τερμάτισε σε 10 ώρες και 25 λεπτά. Με τα χρόνια και καθώς γνώριζα ανθρώπους που ήταν εκεί τότε, διαπίστωσα ότι συμμετείχαν αρκετοί ανήλικοι αθλητές, από 14 μέχρι 18 ετών! Λογικό, εφόσον δεν είχε σχηματιστεί ακόμα μια γενικότερη φιλοσοφία κανονισμών, όπως σήμερα, με τις τυπικές ευθύνες των διοργανωτών απέναντι στο νόμο. Χαρακτηριστικό των προθέσεων και της απήχησης που έτυχε ο πρώτος εκείνος «Ορειβατικός Μαραθώνιος» ήταν ότι ανάμεσα στους 83 του καταλόγου των τερματισμών, οι 62 είχαν δηλώσει μέλη Ορειβατικών Συλλόγων ενώ οι 15 απ αυτούς ήταν Λιτοχωρίτες! 

Το ίδιο βράδυ, στο παλιό γήπεδο του χωριού, εκεί που τώρα βρίσκεται το πάρκο όπου γίνονται οι εκδηλώσεις και ο τερματισμός του Olympus Marathon, έγινε η τελετή απονομών του αγώνα. Είχα την τιμή να ανέβω στο βάθρο, μια εξέδρα για χορευτικά συγκροτήματα, αφού κάλεσαν τους έξι πρώτους, έχοντας δίπλα μου και τον καλό μου φίλο Δημήτρη. Θεωρώ ότι αυτή η μοναδική φορά που ο Δημήτρης Μυστακίδης τιμήθηκε σε αγώνα ορεινού τρεξίματος, αποτέλεσε και τη δικαίωση 10 και πλέον χρόνων άποψης και πρωτοπορίας για τις ορεινές διασχίσεις!

Αν κάποτε θα έπρεπε να πιστώσουμε σε έναν άνθρωπο σ αυτή τη χώρα την πατρότητα του ορεινού τρεξίματος, με την έννοια της δημιουργίας του (γέννησης), τότε αναμφισβήτητα αυτός είναι ο Δημήτρης Μυστακίδης. Και αυτό το καταθέτω με απόλυτη επίγνωση του λόγου μου, μετά από 30 χρόνια παρουσίας σ αυτό το χώρο!  

Το βράδυ πάντως της 6ης Ιουλίου του 1986, δικαιώθηκαν τα όνειρα χρόνων και γεννήθηκε επίσημα ένα νέο άθλημα με λαϊκή απήχηση. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια και ακόμα περισσότεροι κόποι από όσους πιστεύαμε στο ορεινό τρέξιμο, για να φτάσουμε την «αίρεση» στα επίπεδα της «θρησκείας», χωρίς μεσσίες –θα ήθελα να πιστεύω- αλλά με χιλιάδες πιστούς!  

 

ΤΕΛΟΣ Β" ΜΕΡΟΥΣ. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

 




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

1. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ : Οι διοργανωτές επέμεναν για μήνες ότι ο «Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου» δεν είναι ακριβώς αγώνας αλλά ένα συμμετοχικό γεγονός με αθλητικό χαρακτήρα, που δεν έχει επιδόσεις και νικητές, άρα ούτε και αποτελέσματα, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να εξηγήσουν όμως γιατί τιμήθηκαν οι νικητές. Εξαιτίας της αντίληψης αυτής, χάθηκαν τα αποτελέσματα των πρώτων 2-3 διοργανώσεων, μέχρι να γίνει αντιληπτή η σημασία της καταγραφής των δεδομένων. Αυτή η νοοτροπία τους με οδήγησε σε ρήξη σχέσεων μαζί τους, γιατί θεώρησα ότι τέτοια αντιμετώπιση αποτελεί ασέβεια προς τους αθλητές και την προσπάθειά τους. Μετά από επίμονες προσπάθειες πάντως, κατάφερα να πάρω στα χέρια μου ένα πρόχειρο σημειωματάριο από τη γραμματεία του ΕΟΣ, το περίφημο πια «μπακαλοτέφτερο», όπου ήταν σημειωμένα υποτυπωδώς κάποια ενδιάμεσα περάσματα από σταθμούς. Από εκεί κατέγραψα την ώρα που πέρασαν οι έξι πρώτοι αθλητές από κάθε σταθμό. Μόλις το 2010, ο Λιτοχωρίτης Θόδωρος Καριοφύλλης –τον ευχαριστώ δημόσια- που πήρε κι αυτός μέρος στον πρώτο εκείνο αγώνα, μου έδωσε μια φωτοτυπία ορειβατικού φυλλαδίου της εποχής, όπου αναγράφονται όλα τα ονόματα των αθλητών που τερμάτισαν, καθώς και την επίδοσή τους, καταγεγραμμένη σαν ώρα τερματισμού. Από τύχη θεωρώ ότι σώθηκε αυτό το αρχείο με την ιστορική σημασία. 

Ενδεικτικά, παραθέτω τιμής ένεκεν τους 8 πρώτους του αγώνα:

1) Χαλκιάς Βασίλης 4.50
2) Καψομενάκης Πέτρος 4.50
3) Γραμματόσης Βαγγέλης 4.53
4) Ρήγος Λάζαρος 4.53
5) Ζωγράφος Αλκιβιάδης 4.58
6) Μυστακίδης Δημήτρης 5.23
7) Στέρκος Γιώργος 5.29
8) Γυρούσης Δημοσθένης 5.29

Πρώτες γυναίκες στον πρώτο αυτό ιστορικό αγώνα του 1986, ήταν δύο φίλες για τις οποίες το μόνο που γνωρίζω είναι η επίδοσή τους (9:15). Είναι η Ζήνα Ακριβού και η Ελένη Τριανταφυλλίδου, που τερμάτισαν παρέα στην 59η και 60η θέση.  

Τα ολοκληρωμένα αποτελέσματα του αγώνα, βρίσκονται δημοσιευμένα στο Advendure. Κάντε κλικ εδώ

2. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ

• Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου : Την επόμενη χρονιά (1987) ο αγώνας επαναλήφθηκε, όχι όμως με την επιτυχία της πρώτης χρονιάς. Νικητής αδιαμφισβήτητος τώρα πια, ο Βασίλης Χαλκιάς, που κέρδισε την κούρσα με μεγάλη διαφορά από τους αντιπάλους του. Το 1988, στην 3η διοργάνωσή του, ο ΟΜΟ γνώρισε την αποτυχία, με μόλις 24 αθλητές στον αγώνα! Το 1989, η απογοήτευση οδήγησε τους διοργανωτές σε ματαίωση του γεγονότος, το οποίο ωστόσο έγινε την μεθεπόμενη χρονιά (1990) και από τότε γίνεται ανελειπώς μέχρι σήμερα, αποτελώντας τον ιστορικότερο επί ελληνικού εδάφους! Η πορεία πάντως του θεσμού, δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, αφού για περίπου 15 χρόνια αποτελούσε ένα γεγονός με αρκετά μικρή απήχηση. Η επανάκαμψη του ΟΜΟ ήρθε στην πραγματικότητα μετά την εμφάνιση του Olympus Marathon, τον οποίο κατηγόρησε ο ΕΟΣ Θεσσαλονίκης ως "αντίγραφο" του ΟΜΟ (ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος...). Μέχρι σήμερα συνεχίζεται αδιάλειπτα και αποτελεί φυσικά τον αρχαιότερο αγώνα ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα. Ο Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου δεν ξαναέγινε ποτέ πια Ιούλιο μήνα μετά την άσχημη εμπειρία του 1986 και η διαδρομή του τροποποιήθηκε από την επόμενη φορά αλλά και πρόσφατα μια ακόμα. 

Με τον Βασίλη Χαλκιά στις απονομές του Olympus Marathon 2006. Ως διοργανωτής ένιωσα ιδιαίτερη τιμή να φιλοξενήσω τον Βασίλη Χαλκιά στον δικό μου αγώνα• Βασίλης Χαλκιάς : Τη δεκαετία που ακολούθησε, έγινε ο θρύλος του αγώνα, με συνεχόμενες νίκες και το όνομά του έγινε συνώνυμο του αγώνα και του αθλήματος. Ένα χρόνο αργότερα διακρίθηκε στο Σπάρταθλο. Από το 2000 και πέρα είχε σπάνιες εμφανίσεις σε αγώνες βουνού. Μετά την εμφάνιση της επόμενης γενιάς στο ορεινό τρέξιμο, το όνομά του δυστυχώς ξεχάστηκε! 

• Πέτρος Καψομενάκης : Δεν ξανασυμμετείχε έκτοτε σε αγώνα ορεινού τρεξίματος, συνέχισε όμως την ορειβασία και τις αποστολές σε βουνά του κόσμου, όπως επίσης και αρκετές συμμετοχές σε μαραθώνιους αλλά και στο Σπάρταθλον!


• Βαγγέλης Γραμματόσης : Ταλέντο του στίβου, δύο χρόνια αργότερα έφυγε στο εξωτερικό και όταν επέστρεψε είχε σταματήσει τον αθλητισμό, συμμετείχε όμως και πάλι στον αγώνα για πολλές ακόμα διοργανώσεις. Σήμερα συνεχίζει να αγωνίζεται σε μεγάλους και μικρούς αγώνες βουνού. Με τον Βαγγέλη γνωρίστηκα τελικά το 2003 στη διάρκεια του τότε ΟΜΟ. Σήμερα πια μας συνδέει μια όμορφη φιλία ως συντοπίτες, συναθλητές και συνεργάτες στη διοργάνωση αγώνων στον Όλυμπο.

• Δημήτρης Μυστακίδης : Δεν αγωνίστηκε ποτέ ξανά σε αγώνα βουνού και 4 χρόνια αργότερα είχε ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα που τον απομάκρυνε οριστικά από την αγωνιστική δραστηριότητα, συνέχισε και συνεχίζει όμως για πολλά χρόνια τις ορειβατικές διασχίσεις και αποστολές.

• Υπογράφων : Ένα μήνα μετά τον αγώνα ταξίδεψα με το Δημήτρη στις Άλπεις, σε μια αποτυχημένη ορειβατική αποστολή. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς έφυγα στο στρατό. Η επόμενη φορά που ξαναέτρεξα στον ΟΜΟ ήταν το 1991. Χολωμένος από τη συμπεριφορά των ανθρώπων του ΕΟΣ, είχα δώσει υπόσχεση να μην ξανατρέξω εκεί, που (φυσικά) δεν μπόρεσα να τηρήσω. Ξεκίνησα μετά το 1990 τις προσπάθειες για έναν διεθνή αγώνα στον Όλυμπο, προσπάθειες που καρποφόρησαν τελικά το 2004 έδωσα την απάντησή μου με τη δημιουργία του Olympus Marathon. Από το 2008 μετακόμισα στο Λιτόχωρο, έχοντας την τιμή να πατάω καθημερινά στα ιερά χώματα του βουνού των θεών.

• Οι Υπόλοιποι αθλητές : Οι περισσότεροι δεν συνέχισαν να αγωνίζονται τα επόμενα χρόνια. Αρκετοί ήταν εκείνοι που δοκίμασαν την πρώτη φορά από περιέργεια, ωστόσο βοήθησαν με τη συμμετοχή τους να γυρίσει μια σελίδα στα υπαίθρια αθλήματα στην Ελλάδα. Αρκετοί άλλοι, νεαροί κυρίως, αγάπησαν το άθλημα και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να συμμετέχουν σε αγώνες ορεινού τρεξίματος. Δεν θα αναφέρω ονόματα, μήπως αδικήσω εκείνους που θα παραλείψω, πάντως δεν πρέπει να είναι πάνω από 20.

• Διοργανωτές : Οι άνθρωποι που έριξαν την ιδέα ενός αγώνα τρεξίματος στο βουνό, συνέχισαν να είναι ορειβάτες οι ίδιοι, έφυγαν όμως γρήγορα από το προσκήνιο του αγώνα, αφήνοντας τη διοργάνωσή του στον Σύλλογο (ΕΟΣ Λιτοχώρου). Δεν μνημονεύω κάποιον, γιατί δεν έμαθα ποτέ τίνος ιδέα ήταν, αν και πρέπει να αποτέλεσε συλλογική ιδέα 3-4 νεαρών ορειβατών. Θα ήθελα να μνημονεύσεω μόνο το όνομα του Σούλη Κιορπέ -συμμετείχε στον αγώνα το 1986- γιατί δεν βρίσκεται σήμερα πια ανάμεσά μας. Δεν πρόλαβα να του ζητήσω συγνώμη για τη διαμάχη μας αλλά είμαι βέβαιος ότι κι εκείνος το ξεπέρασε γρήγορα, όσο κι εγώ, μια και τα επόμενα χρόνια είχαμε καλές σχέσεις.

• Το Άθλημα : Μετά από τέλμα πολλών χρόνων, το ορεινό τρέξιμο γνώρισε άνθηση μετά από σχεδόν 20 χρόνια, με τη δημιουργία του Olympus Marathon το 2004 και πολλών ακόμα αγώνων που χρόνο με το χρόνο δημιουργήθηκαν στο πιο πρόσφατο παρελθόν. Την ονομασία «ορεινό τρέξιμο», το άθλημα την πήρε μετά το 2000. Μέχρι τότε ο μόνος όρος για το άθλημα ήταν ο τίτλος του αγώνα, που ήταν και ο μοναδικός στη χώρα: «Ορειβατικός Μαραθώνιος». Σήμερα (2013), με μια παγκόσμια έκρηξη του αθλήματος, πάνω από 70 μικροί και μεγαλύτεροι αγώνες διοργανώνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, συγκεντρώνοντας περισσότερες από 7000 συμμετοχές αθλητών κάθε επιπέδου.

Λιτόχωρο, Φεβρουάριος 2013. Βαγγέλης Γραμματόσης (δεξιά), Άλκης Ζωγράφος (κέντρο) και ο υπογράφων. Η φιλία, όπως και τα χαμόγελα της φωτογραφίας είναι αληθινά, σαν τα γεγονότα που ζήσαμε πριν από 27 χρόνια, λίγο πιο εκεί

3. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ : Ελάχιστες είναι οι φωτογραφίες από τον πρώτο αγώνα του 1986. Δυστυχώς, τα χρόνια εκείνα κανείς μας και κυρίως οι διοργανωτές, δεν είχε την πρόνοια να ντοκουμεντάρει το γεγονός, με αποτέλεσμα μια ιστορική στιγμή να περάσει μόνο στις μνήμες εκείνων που ήταν παρόντες. Μια προσωπική παράκληση του υπογράφοντος είναι να γίνει προσπάθεια συγκέντρωσης υλικού, μέσα από ψηφιοποίηση φωτογραφιών της εποχής και αποστολή αυτών των αρχείων στο Advendure. 

Λάζαρος Ρήγος

Γεννήθηκε στην Τήνο το 1961 και ζει στο Λιτόχωρο του Ολύμπου από το 2008. Ίδρυσε το Adventure Zone το 2001, μετά από σκέψεις για δημιουργία ενός ελληνικού portal για τα σπορ περιπέτειας. Δημιούργησε αγώνες ορεινού τρεξίματος, όπως Olympus Marathon (2004), Virgin Forest Trail (2007), Χειμωνιάτικος Ενιπέας (2006), Rodopi Ultra Trail (2009), Olympus Mythical Trail (2012). Στο ενεργητικό του αρκετές συμμετοχές σε αγώνες, όπως και μικρές αποστολές ultra διασχίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό

www.advendure.com

ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ