
ADVENDURE is the leading web portal in Greece about Mountain Running, Adventure, Endurance and other Mountain Sports
O Αριστοτέλης έγραψε ότι ‘Ουκ εν τω πολλώ τω ευ…’ όμως τελικά στην περίπτωση του τρεξίματος και ιδιαίτερα στο βουνό, τα πράγματα ίσως και να είναι διαφορετικά… Είχα εδώ και πολλά χρόνια όνειρο να τρέξω τα 100 μίλια αλλά για διάφορους λόγους δεν το είχα προσπαθήσει, κυρίως λόγω μη επαρκούς προετοιμασίας. Φέτος όμως μπήκαν οι σωστές βάσεις, έγινε η απαραίτητη προετοιμασία για να κάνω το μεγάλο βήμα.
Αλλά ας πάμε λίγο πιο πίσω στο χρόνο εκεί που όλα ξεκίνησαν. Ήταν πέρυσι τέτοια εποχή, όπου κατάφερα να τερματίσω το VFUT 128 χλμ, ότι περισσότερο είχα κάνει μέχρι τότε. Και φυσικά επειδή ο άνθρωπος είναι αχάριστο ον, αυτό που στόχευσα κατευθείαν σαν επόμενο βήμα ήταν τα 100 μίλια και φυσικά το ROUT σαν τον μοναδικό αγώνα 100 μιλίων εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Με ενδιάμεσους αγώνες στόχους με βασικό τον ΟΜΤ αρχές Ιουλίου συνέθεταν όλα μια ιδανική προετοιμασία.
Τα πράγματα άλλαξαν όμως κάπου μέσα στον Φεβρουάριο/Μάρτιο φέτος, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της κλήρωσης των αγώνων του UTMB όπου συμμετείχα στην κλήρωση του CCC όντας σίγουρος ότι δεν θα κληρωθώ…αλλά η τύχη του πρωτάρη…με έφερε να ‘πρέπει’ να τρέξω αρχές Ιουλίου τον ΟΜΤ, τέλη Αυγούστου το CCC και μέσα Οκτώβρη το ROUT. Στο εν τω μεταξύ ανακοινώθηκε και το νέο VFUT 100 μιλίων και εκ των πραγμάτων όντας ‘πιο εύκολο’ 100 miler από πολλές απόψεις και αργότερα χρονικά, ήταν πλέον ο νέος στόχος. Και όχι μόνο, περιελάμβανε και άλλο στοιχείο πρωτόγνωρο για μένα που ήθελα να το ζήσω αν θελήσω κάποια στιγμή να συμμετέχω στο UTMB: την 2η νύχτα. Βέβαια ο φίλος μου ο Τάκης μου είπε ‘ο καλύτερος τρόπος για να γλιτώσεις την 2η νύχτα είναι να τρέξεις πιο γρήγορα’, αλλά εκ των πραγμάτων δεν ήθελα να ρισκάρω σε καμία περίπτωση τον τερματισμό μου για χάρη ενός καλύτερου χρόνου.
Με αυτά και μ’αυτά βρέθηκα ώρα 21:30 στην κεντρική πλατεία του Παρανεστίου να πίνω καφέ με την οικογένεια μου και να περιμένω να περάσει η ώρα για την εκκίνηση των 160 χλμ. Είχα ήδη πάρει από την Γραμματεία το πρωί το νούμερο και τα υπόλοιπα, συνάντησα και διάφορους φίλους το μεσημέρι και γενικά το κλίμα ήταν ιδανικό για αγώνα με το Παρανέστι να μας έχει υποδεχθεί βάζοντας τα καλά του και τους ανθρώπους του να μας καλωσορίζουν. Ο καιρός σχετικά κρύος με θερμοκρασία κάτω από τους 10ο C αλλά με ξαστεριά. Οι μουσικές και η γνώριμη φωνή του Σταμούλη είχαν αρχίσει να ακούγονται στα μεγάφωνα και λίγη ώρα αργότερα το καρδιοχτύπι μου έφυγε και μαζί με το φωτεινό ποτάμι των αθλητών που άφηνε τις τυμπανοκρουσίες του Παρανεστίου, ξεχύθηκα και εγώ για να ακολουθήσω την δική μου πορεία μέσα στα αρχέγονα δάση της Ροδόπης.

Ο ρυθμός ήταν από την αρχή και βάσει σχεδιασμού αργός αφού με τόσα χλμ στα πόδια από προηγούμενους αγώνες-στόχους ο τερματισμός ήταν ο μόνος σκοπός. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι, με τον φίλο και Σπαρταθλητή Θόδωρο Αδαμόπουλο που πήγαμε σχεδόν όλο τον αγώνα μαζί, κάναμε ένα σχέδιο περασμάτων που θα οδηγούσαν στις 32 ώρες, αλλά από τον 2ο κιόλας σταθμό το εγκαταλείψαμε γιατί βλέπαμε ότι δεν βγαίνει λόγω κυρίως ενοχλήσεων που είχε ο Θόδωρος από τον τραυματισμό που είχε στο Σπάρταθλο αλλά και γιατί θέλαμε να τον ευχαριστηθούμε τον αγώνα, να ρουφήξουμε μέχρι και την τελευταία του σταγόνα… Έτσι περνώντας σιγά-σιγά τον 1ο (Porcel θόλου-5,5 χλμ) και 2ο σταθμό (Βουνοπλαγιά 12,9 χλμ) και αφού συναντήσαμε στην πεζογέφυρα του αρκουδορέματος - το σήμα κατατεθέν του αγώνα - τον Σαξοφωνίστα που έκανε με τους ήχους του τις σκοτεινές κατά τα άλλα στιγμές εκείνες ιδιαίτερα μαγευτικές λες και ήσουν στην χώρα των ξωτικών, μπήκαμε στην ανηφόρα για την Σίλλη, με τον ομώνυμο σταθμό (Σίλλη-19 χλμ) που συμπαθώ ιδιαίτερα. Αφού με σκανάρανε επί 2 λεπτά σε ακινησία και προσοχή (τον Στρατό μου θύμισε…) γιατί το μαραφέτι δεν έπιανε καλά το νούμερο - σημειωτέον το σύστημα δούλεψε πιλοτικά αλλά θέλει πολύ βελτίωση ακόμα - έφαγα λίγη ζεστή σούπα και τσαγάκι στην Σίλη και έφυγα για ένα καινούργιο κομμάτι προς το φυλάκιο του Πάγκαλου-27,1 χλμ, στο οποίο φτάσαμε μετά από μια γλυκιά ανάβαση μέσα από δασικούς δρόμους και μονοπάτι ήπιας κλίσης.
Η φωτιά που έκαιγε σε αυτόν και σε όλους τους σταθμούς σε τράβαγε σαν την Σειρήνα του δάσους, αφού αν πλησίαζες και ζεσταινόσουν πρόσκαιρα, η αποχώρηση σου ήταν οδυνηρή με το κρύο πλέον να είναι επικίνδυνο αφού η θερμοκρασία πλησίαζε προς το μηδέν και η υποθερμία να παραφυλάει σε κάθε σου ξεκίνημα. Μετά και την απότομη κατάβαση σε ένα όμορφο αλλά λίγο κακοτράχαλο μονοπάτι, η πορεία μέχρι τον σταθμό ακολουθούσε ένα βαρετό και κουραστικό χωματόδρομο που οδηγούσε μέσω ενός μικρού διαλλείματος μονοπατιού στην Ζαρκαδιά-35,6 χλμ, όπου ήταν και το πρώτο σημείο χρονικού αποκλεισμού, το οποίο όμως δεν με απασχολούσε αφού ήδη ήμασταν μπροστά περίπου 2 ώρες (και). Εκεί οι εθελοντές ήταν εξυπηρετικότατοι και ‘σκιστήκανε’ πραγματικά να μας φτιάξουν εκτός των άλλων και καφεδάκι, αφού η νύστα είχε αρχίσει να δείχνει τα σημάδια της.

Χαιρετώντας τα παιδιά εκεί και ελπίζοντας να τους ξαναδούμε στην επιστροφή, ξεκινήσαμε τα παραποτάμια διαδρομή προς την Πλατανόβρυση-41,7 χλμ, όπου ο σταθμός είχε μόνο τα βασικά, αφού όλες οι προμήθειες μεταφέρθηκαν εκεί με βάρκα, όπως πληροφορηθήκαμε. Η διαδρομή ήταν μαγευτική, όσο βέβαια μπορούσα να διακρίνω αφού ήταν νύχτα ακόμα, με τους ήχους των νερών να σε συντροφεύουν. Λίγο πριν τον σταθμό, το φώς του φεγγαριού φώτιζε την λίμνη και η εικόνα ήταν παραμυθένια. Μέσα μου (ξανά)ευχαριστούσα τον Θεό που μου χαρίζει τέτοιες στιγμές, οι οποίες δυστυχώς δεν μπορούν να αποτυπωθούν…τις καταλαβαίνεις μόνο όταν τις ζήσεις και σίγουρα τα παιδιά που τις έχουν ζήσει τώρα με νιώθουν…Φτάνοντας στον σταθμό κατά τις 6 το πρωί και αφού πήραμε λίγα υγρά και δυνάμεις ξεκινήσαμε την ανάβαση προς το Αλήκιοϊ.
Αφού περάσαμε αρκετές φορές πάνω από το ποτάμι, βρεθήκαμε σε μία διαδρομή απίστευτης ομορφιάς, που σε συνδυασμό με την ανεβασμένη ψυχολογία λόγω του ότι το λυκαυγές είχε κάνει την εμφάνιση του, μας έκανε να τρέχουμε έντονα…Εκεί ο Θόδωρος με ενημέρωσε ότι αυτό που περνάμε τώρα είναι το περίφημο Μέγα ρέμα και έτσι εξηγήθηκε η ξεχωριστή ομορφιά που συναντούσα.

Μετά από αρκετή ώρα και αφού πλέον είχε ήδη ξημερώσει για τα καλά, η διαδρομή είχε γίνει αρκετά ανηφορική και πλέον η 1η νύχτα ήταν πίσω μου. Η σκέψη ότι είχα ακόμα 110 χλμ και άλλη μία γεμάτη νύχτα αγώνα με ταλαιπώρησαν λίγο εκείνες τις στιγμές, και άλλες πολλές αργότερα, αλλά
γρήγορα τις ξέχναγα αφού το τοπίο με συνέπαιρνε συνεχώς. Περνώντας το χαρακτηριστικό πέτρινο γεφύρι λίγο πριν τον σταθμό ένιωσα την αύρα του δάσους και το θρόισμα των φύλλων να με αγκαλιάζουν σαν να με είχαν πλέον αποδεχτεί έχοντας περάσει μια ολόκληρη νύχτα παρέα…
Φτάνοντας στον Σταθμό (Αλήκιοϊ-56,5 χλμ) οι άνθρωποι εκεί ήταν πολύ φιλόξενοι και εκτός από τα γνωστά καλούδια μας κέρασαν κέικ το οποίο τίμησα δεόντως. Λίγες φωτογραφίες και ξεκινήσαμε την ανάβαση μέσα από ένα απίστευτο δάσος οξιάς που με έκανε να μην καταλάβω πότε πέρασε η 1 ώρα περίπου που χρειαστήκαμε για να φτάσουμε στον 1ο Κεντρικό Σταθμό (Άντερο-60,7 χλμ). Στο σημείο εκείνο ήταν και το 2ο χρονικό όριο αποκλεισμού από το οποίο απείχαμε πλέον 3 ώρες, και επίσης είχαμε εκεί και το 1ο dropbag. Στον σταθμό αυτό είχε και κανονικό γεύμα το οποίο προσωπικά δεν με ικανοποίησε αφού ήταν 3 κεφτεδάκια με 6 πατάτες και λίγη σαλάτα. Αφού έφαγα ότι είχε…μας φτιάξανε καφεδάκι, άλλαξα μπλούζα γιατί πλέον είχε ανέβει η θερμοκρασία, έβαλα τα δεύτερα παπούτσια (asics Trabuco) και ξεκινήσαμε σιγά-σιγά περπατώντας στον δασικό δρόμο που ανηφόριζε γλυκά. Εκεί μετά από 1 χλμ περίπου θυμήθηκα ότι ξέχασα να πάρω ‘φρέσκια’ μπλούζα με μακρύ μανίκι από το dropbag, και αναγκάστηκα να ξαναγυρίσω πίσω να την πάρω…όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια λένε…


Από την μία οι πόνοι που ταλαιπωρούσαν λίγο τα πέλματα μου, από την άλλη τα εξωπραγματικά έντονα χρώματα στις φυλλωσιές των πανύψηλων δένδρων που συναντούσαμε στον κατά τα άλλα βαρετό δασικό δρόμο προς την Γιουμουρλού, μας έκαναν να περπατήσουμε όλο εκείνο το δρομικό κομμάτι, χαζεύοντας δεξιά-αριστερά.
Στον σταθμό αυτό (Γιουμουρλού-69,3 χλμ) δεν σταθήκαμε πολύ και συνεχίσαμε στο ίδιο στυλ με πριν την ανάβαση προς την Χαράδρα 14-76,7 χλμ όπου πραγματικά οι εθελοντές εκεί δεν παιζόντουσαν…Ένας έπαιζε κιθάρα σε μια άκρη και ένας άλλος μας καλωσόριζε με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. ‘Περάστε’ μας λένε, ‘από εδώ τα υγιεινά και από εκεί τα βρώμικα’…και επειδή έχω μία ροπή προς τα βρώμικα πήγα σε εκείνο το τραπεζάκι. Και τι να δώ … κοψίδια, κεμπάπ και ζυμαράκια ψημένα…Θα πάρω το αίμα μου πίσω από το Άντερο που δεν έφαγα καλά, σκέφτηκα. Αράζουμε στις καρέκλες και δεν προλάβαιναν να μας φέρουν κι’άλλα…Εν τω μεταξύ η ομάδα εκεί να μας ενθαρρύνει, να ναι’ καλά τα παιδιά…από τους καλύτερους σταθμούς του αγώνα….


Ο αγώνας μας συνεχίστηκε με την κοπιαστική ανάβαση προς τα Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα και την χαρακτηριστική θέση ‘Πυραμίδα 148’ όπου οι εθελοντές εκεί απλά μας κατέγραφαν, προειδοποιώντας μας παράλληλα να κινούμαστε στην δεξιά πλευρά μιας μακρόστενης και πλατιάς λωρίδας γης χωρίς δέντρα, κάτι σαν αντιπυρική ζώνη, αφού στην αριστερή πλευρά ήταν Βουλγαρία.
Μετά από μία κατηφορική πορεία φτάσαμε στον 11ο σταθμό του αγώνα το Μαντρί Ζουγρή-84,6 χλμ. Η ζεστή σούπα ήταν όλα τα λεφτά και οι εθελοντές εκεί για ακόμα μια φορά εξυπηρετικότατοι. Το γεγονός ότι η συνέχεια της διαδρομής ήταν για αρκετά χιλιόμετρα κατηφορική με έκανε να ξεχνάω την σκέψη μου ότι είμαι ακόμα στα μισά του αγώνα…Στο σημείο εκείνο ο Θόδωρος ταλαιπωρούταν από πόνους και με προέτρεψε να ξεκινήσω και σε συνδυασμό ότι είχα αρχίσει να κρυώνω ξεκίνησα με κρυφή ελπίδα να τον βρω παρακάτω.
Αφού ανέβηκα μια σύντομη σχετικά ανηφόρα, άρχιζα να κατηφορίζω τρέχοντας μέσα από ένα καλογραμμένο και πανέμορφο μονοπάτι το οποίο κινούνταν μέσα σε μια ρεματιά που στο τέλος της κατέληγε σε δασικό ανηφορικό δρόμο. Μετά από λίγη ώρα έφτασα στον Σταθμό Φρακτό-91,2 χλμ, όπου οι κυρίες εκεί πέρα σε σκλάβωναν με την καλοσύνη τους και την θέληση τους να βοηθήσουν. Εκεί ήταν και το 3ο σημείο χρονικού αποκλεισμού, από το οποίο εξακολουθούσα να απέχω 3 ώρες. Αφού μου έγινε και έλεγχος του υποχρεωτικού εξοπλισμού μου από άτομο της διοργάνωσης, γέμισα
νερό, ήπια καφεδάκι και έβγαλα τον φακό γιατί ήταν ήδη 5 το απόγευμα. Μην μπορώντας να περιμένω άλλο τον συνοδοιπόρο μου γιατί κρύωνα, άρχισα να κατηφορίζω το δυσκολότερο κατά την προσωπική μου άποψη κομμάτι του αγώνα αφού ο επόμενος σταθμός ήταν σε 17 χλμ (Φαρασινό-107,9), είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και ήμουν μόνος μου.
Τρέχοντας όλη την διαδρομή μέχρι την κοίτη του αχλαδορέματος και τα παγκάκια που πέρυσι είχε σταθμό, προσπέρασα την Γεωργία (Μήτσιου) και ένα άλλο συναθλητή, οι οποίοι κινιόντουσαν πιο αργά απολαμβάνοντας την μαγεία του τοπίου. Εκεί κάπου ότι αισθήσεις φόβου είχα έφτασαν στον ζενίθ τους αφού σιγοτρέχοντας το γενικά κατηφορικό και πορτοκαλί από τα πεσμένα φύλλα μονοπάτι ακούω πίσω μου έντονους θορύβους και αλλοπρόσαλλους ήχους. Σταματάω και βλέπω πίσω μου δύο αγριοκάτσικα να τρέχουν τρομαγμένα σχεδόν προς το μέρος μου και αφού με είδαν να λοξοδρομούν προς τις πλαγιές. Κατευθείαν σκέφτηκα ότι κάτι πιο μεγάλο τα τρόμαξε έτσι και ίσως να τα κυνηγούσε, και δεν ήμουν εγώ, άρα….…κατέληξα να κάνω διαλλειματική κάπου στο 100ο χιλιόμετρο κάτι που δεν είχα προφανώς σχεδιάσει…αλλά το ένστικτο τελικά δεν τιθασεύεται εύκολα…Αφού κατατρόπωσα τον εχθρό μου (τον φόβο μου φυσικά εννοώ) κατάλαβα ότι, κάτι το τοπίο, κάτι η διαλλειματική με αποσυντόνισαν χαλώντας όχι μόνο την ψυχολογία μου αλλά και την διατροφική μου ρουτίνα, αφού ξεχάστηκα να την ακολουθήσω εκείνη την ώρα.
Και φυσικά όπως συνήθως συμβαίνει, το κατάλαβα αργότερα όταν είχα αρχίσει να νιώθω εξάντληση, ακόμα και το περπάτημα ήταν βασανιστικό και η ψυχολογία στο μηδέν…Χαρακτηριστικό είναι ότι ήμουν σίγουρος ότι την ταμπέλα των 100χλμ δεν την είχαν βάλει (όπως και πέρυσι) και ότι εγώ είχα περάσει τα 100χλμ σίγουρα. Και κλασικά, μετά από αρκετή ώρα και αφού αποκατέστησα γρήγορα την τροφοδοσία μου, να σου μπροστά μου το 100…εκεί διάφορες σκέψεις αρνητικές και εγκατάλειψης με κατέκλυσαν, αλλά ευτυχώς…η σκέψη μου πήγε για ακόμα μια φορά στον άνθρωπο που μου λείπει όσο τίποτα τα τελευταία χρόνια, στον Πατέρα μου, και όντας σίγουρος ότι με συντροφεύει εκείνες τις ώρες, κοίταξα ψηλά και πήρα την δύναμη που χρειαζόμουν…κάποιες στιγμές συγκίνησης έδωσαν γρήγορα την θέση τους σε αισιόδοξες σκέψεις και αισθήματα, διάφορες θετικές εικόνες ήρθαν στο μυαλό και το τρέξιμο είχε ξεκινήσει πάλι για τα καλά.

Περνώντας σφαίρα το check point στο γεφυράκι που συναντάει το Φαρασινό ρέμα τράβηξα τον δρόμο μου μέχρι τον σταθμό (Φαρασινό-107,9) που έφτασα μια ώρα περίπου αργότερα. Εκεί αφού ήπια ζεστό τσάι και σούπα από τους πάντα απίστευτους εθελοντές, και με δεδομένο ότι πλέον είχα μπει στην 2η νύχτα για τα καλά, θυσίασα λίγη ώρα αγώνα στο να περιμένω κάποιον να πάμε μαζί το επόμενο κομμάτι που ήταν έντονα ανηφορικό, αφού η φοβόμουν να πάω μόνος μου λόγω έντονης υπνηλίας. Και ενώ φτάνουν ο Νίκος και ο Ηλίας που ήταν πολύ πρόθυμοι να συμπορευτούμε, λίγο πριν ξεκινήσουμε βλέπω μια γνώριμη φιγούρα, μπροστά από την φωτιά που προηγείτο του σταθμού. Οι προσευχές μου πιάσαν τόπο, ήταν ο Θόδωρος, φανερά κουρασμένος αλλά όντας πολύ καλύτερα ψυχολογικά και αποφασισμένος…με το που τον είδα σκέφτηκα, ε λοιπόν μάλλον θα τερματίσω…δεν προλαβαίνω να του μιλήσω, μου λέει ‘σε 5’ φεύγουμε’, να φάω κάτι γιατί πεινάω’.
Ξεκινήσαμε λοιπόν την ανηφόρα προς την Πεύκη ανανεωμένοι ψυχολογικά, και υπομονετικά με τον φακό να φωτίζει τα αργά και οκνηρά μας βήματα (έπιασα τον εαυτό μου να κοιμάται για δέκατα του δευτερολέπτου μεταξύ των βημάτων μου) περπατήσαμε μέχρι τον σταθμό της Πέυκης-118,4 χλμ όπου οι εθελοντές εκεί ήταν η ευχάριστη έκπληξη του αγώνα. Το καφεδάκι από τον Καναδά, το σαντουιτσάκι και η υπόλοιπη φροντίδα (μασάζ κλπ.) δεν είναι τίποτα μπροστά στην θετική σκέψη, στα χαμόγελα και στην καλή διάθεση που εισπράξαμε από τα παιδιά εκεί. Εύχομαι από καρδιάς να τους έχει ο Θεός καλά γιατί μέσα στο κρύο και την νύχτα πάλευαν να σε κάνουν να προχωρήσεις…

Κατηφορίζοντας από την Πεύκη και φτάνοντας στην Ζαρκαδια-124,7 χλμ όπου ήταν και το 4ο χρονικό σημείο αποκλεισμού, τα χειροκροτήματα των εθελοντών και άλλου κόσμου που βρισκόταν εκεί πέρα μας καλωσόρισαν, αλλά το μυαλό μας ήταν στην ανηφόρα της Οξιάς που μας περίμενε. Έτσι χωρίς να σταθούμε πολύ χαιρετήσαμε για 2η φορά την Ζαρκαδιά και ξεκινήσαμε την αδυσώπητη ανηφόρα.
Όπως και πέρυσι, η ανηφόρα όλως περιέργως βγήκε πιο εύκολα απ’ότι περίμενα και δεν αργήσαμε να φτάσουμε στον Σταθμό (Οξιά-131,5χλμ) όπου μια παρέα εθελοντών γύρω από την φωτιά μας καλωσόριζε. Όλες οι κακές σκέψεις πλέον ήταν παρελθόν, η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει και το σώμα καίτοι κουρασμένο ακολουθούσε την ψυχή που πλέον είχε πάρει για τα καλά τα πάνω της. Στον δρόμο για την Πρασινάδα συναντήσαμε πολλές αγελάδες που μέσα στην νύχτα και με το μυαλό να κάνει τα παιχνίδια του, σε έκαναν να φοβάσαι μέχρι να καταλάβεις τι είναι. Αλλά περισσότερο ενοχλητικό και οδυνηρό ήταν το κατέβασμα των τελευταίων 3 χλμ προς την Πρασινάδα, ένα ανύπαρκτο ‘μονοπάτι’ μεγάλης κατηφορικής κλίσης και άσχημου τερέν που μου κόστισε 4 φουσκάλες στις φτέρνες και τα δάκτυλα…Ας όψεται ότι φτάνουμε στον 2ο κεντρικό σταθμό, σκέφτηκα, όπου θα ανασυγκροτηθούμε λίγο. Αυτό βέβαια έμελλε να γίνει όχι μετά από πολύ ώρα αλλά μετά από έναν ψυχολογικό πόλεμο όχι μόνο λόγω των παραπάνω αλλά και του ανιαρού ασφάλτινου κομματιού που σε οδηγούσε στο χωριό.
Φτάνοντας στον 2ο Κεντρικό σταθμό (Πρασινάδα-137,5 χλμ), ο οποίος σημειωτέον δεν είχε καμία λογική να βρίσκεται εκεί κάτι που επισημάναμε πολλοί αθλητές αλλά εισπράξαμε ανίσχυρες δικαιολογίες (κατά την ταπεινή μου γνώμη), τα παιδιά εκεί μάλλον κουρασμένα ήταν και χωρίς πολύ διάθεση (βέβαια η ώρα ήταν 3 το πρωί και ήταν και 2 μόνο άτομα) μας προσέφεραν σούπα και κοτόπουλο με ρύζι (επιτέλους σωστό φαγητό κεντρικού σταθμού) και μας έδωσαν τα dropbags. Εκεί ήταν και το τελευταίο σημείο χρονικού αποκλεισμού από το οποίο απείχαμε πλέον σχεδόν 4 ώρες.

Μετά από αλλαγή μπλούζας ξεκινήσαμε βασανιστικά λόγω του κρύου που σε συνδυασμό με την κούραση ήταν πιο έντονο, και μετά από μικρές ανηφόρες αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς τον Σταθμό της Σίλλης που φαινόταν από ψηλά. Σταθμός Σίλη-141,8 χλμ λοιπόν, λίγο ζεστό τσάι και βουρ προς τα κάτω και την λύτρωση, την οποία πλέον βλέπαμε ότι δεν είναι πολύ μακριά. Εκεί ο Θόδωρος μου λέει να φύγω γιατί θα πάει αργά λόγω ενοχλήσεων ενώ εγώ ήμουν καλύτερα.
Αποφασίζω όμως να τον περιμένω θυσιάζοντας ίσως μια λίγο καλύτερη επίδοση. Αυτό είναι και η πεμπτουσία των αγώνων αυτών κατά την γνώμη μου, η συντροφικότητα και η αλληλοβοήθεια που αναπτύσσεται, δεν τα αλλάζω με τίποτα άλλο…
Φτάνοντας στην πεζογέφυρα του Αρκουδορέματος και ακολουθώντας το παραποτάμιο μονοπάτι είχε πλέον ξημερώσει και η ψυχολογία ήταν στα ύψη…τι κι΄αν είχα ήδη πάνω από 33 ώρες στον αγώνα, τι και αν ήμουν 2 νύχτες άυπνος, μόνο και μόνο η σκέψη ότι με περιμένουν η Γυναίκα μου και τα παιδάκια μου με την Κωνσταντίνα στον τερματισμό, με έκαναν να τρέχω και πάλι…Αφού περάσαμε και την ταμπέλα με το 150χλμ φτάσαμε στον τελευταίο σταθμό (Porcel θόλου-151,6χλμ) όπου μετά από λίγη κόκα-κόλα χαιρετήσαμε τους καλοσυνάτους (πάντα…) εθελοντές και τραβήξαμε τον δρόμο προς την λύτρωση…Κατεβαίνοντας ήπια σε παραποτάμιο μονοπάτι πλησιάζαμε όλο και περισσότερο στην ομίχλη, η οποία μας καλωσόριζε στο Παρανέστι. Το τελευταίο χλμ τρέχοντας μέσα στο Παρανέστι, περνάμε μπροστά από το σχολείο, στροφή δεξιά και η καρδιά πάει να σπάσει…ο τερματισμός φαίνεται. Αφήνω τον Θόδωρο να φύγει μπροστά έχοντας ζητήσει ήδη συγνώμη από αυτόν που θα τον αφήσω για να τερματίσω με τον Βασιλάκο μου, με τον οποίο αγκαλιά τερματίζω σε 35:47:37. Φιλιά και αγκαλιές με τους δικούς μου και με τον Θόδωρο…τα κατάφερα…το έκανα το βήμα το παραπάνω…

Ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε δύναμη και υγεία γι’αυτό το ταξίδι, την Γυναίκα μου και τα παιδάκια μου για την υπομονή τους, και τους φοβερούς εθελοντές που έδωσαν και την ψυχή τους για να βοηθήσουν τον αθλητή. Επίσης ευχαριστώ όλους τους φίλους μου και τον αδελφό μου που με τα μηνύματα τους μου έδινα κουράγιο να συνεχίσω, συχνά μάλιστα το κουράγιο συνοδευόταν και από δάκρυα…

Ο VFUT είναι αγώνας με πολλές ιδιαιτερότητες αλλά προσωπικά πιστεύω ότι ιδιαίτερο τον κάνουν κυρίως τα μέρη στα οποία διεξάγεται και οι φοβεροί εθελοντές του, και αυτά θα μου μείνουν αξέχαστα. Δεν έχω καμία πρότερη εμπειρία από άλλο αγώνα 100 μιλίων για να τον συγκρίνω, αλλά είναι ότι πιο δύσκολο έχω κάνει μέχρι στιγμής, με βασική του δυσκολία την 2η νύχτα που ήταν εξοντωτική ψυχή τε και σώματι…Αυτό που μπορώ να πω όμως με σιγουριά είναι ότι σέβομαι απερίγραπτα και εκτιμώ όλους όσους μπαίνουν σε υπεραποστάσεις, κυρίως στο βουνό, γιατί παρότι δεν χρειάζεται υπεράνθρωπες προσπάθειες όπως συνηθίζεται να λέγεται, χρειάζεται πολύ υπομονή, αρετή που σε κάνει καλύτερο σε όλους τους τομείς της ζωής, έτσι τελικά γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι…και αυτό είναι που μας μένει….
Χρήστος Κατσιρόπουλος
ΣΕΟ Πάτρας-ΦΛΟΓΑ