Έχουμε αλλάξει 5 είδη τερέν. Αυτό είναι ο αγώνας Χορτιατης trail run. Ποικιλόμορφος, Έχει λίγο Ενιπέα, λίγο Υμηττό, έχει δασικό, έχει φύλλα να γλιστράνε αλλά έχει και πέτρες να σε στείλουν ορθοπεδικό. Έχει και μια ομάδα ανθρώπων που το οργανώνουν και το προσέχουν με αγάπη και όρεξη να μαζέψουν κόσμο σ’ αυτό το όμορφο βουνό που μετράει πληγές. Άγνωστα πρόσωπα για μένα, χαβαλές στη γραμματεία, χαλαρή κατάσταση έξω στο δρόμο. Επικρατεί μια παρεϊστικη διάθεση που μ’ αρέσει πολύ ύστερα από μια κουραστική νύχτα στη Θεσσαλονίκη και με φτιάχνει να τρέξω με όρεξη.
Ο αγώνας αρχίζει σε τσιμέντοδρομο αλλά μπαίνει γρήγορα στο δάσος. Ανεβαίνουμε αρκετά και αρχίζουν τα μονοπάτια. Η χαρά του ορεινού τρεξίματος δηλαδή. Ανεβαίνω δυνατά και περνάω δεξιά αριστερά δίπλα στο ρυάκι. Διψάω πολύ. Το νερό που κυλάει σε ξεδιψάει αλλά μαλακώνει και τις πονεμένες ψυχές. Από μακριά ακούγονται τα moto cross, καλά κάνουν, hobby τους είναι αλλά εμένα με ενοχλεί ο θόρυβος. Μας προσέχουν, δεν κάνουν επικίνδυνα πράγματα κοντά μας. Επάνω δεξιά ένα τεράστιο radar και στο μυαλό μου στριφογυρνάνε οι Pearl Jam να τραγουδούν για την παγκόσμια αυτοκτονία μας. Μια συναθλήτρια με προσπερνάει με έναν αργό, ταπεινό ρυθμό. Τους ζηλεύω αυτούς, πάνε έτσι 20 χιλιόμετρα, δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Φτάνουμε στο «Γλειμμένο», ένα καρφί με αρκετή υψομετρική, Αριζόνα τελείως. Πάμε για το σταθμό όπου ακούμε σφυρίχτρες, οι εθελοντές είναι εκεί και έχουν απ’ όλα. Ενεργειακό ποτό, νερό, αλμυρά και γλυκά. Έχουν περάσει 140 άτομα ήδη αλλά όλα φαίνονται οργανωμένα.
Και κάτω στο θολό πρωϊνό, η Σαλόνικα και ο Θερμαϊκός. Η Θεσσαλονίκη με τα γούστα της, τα μαγαζιά της, με την αέναη κίνηση, τις ωραίες γυναίκες και τις ομάδες της, με την ιστορία της, με τον Καββαδία να λέει ότι «της πρέπει το καράβι», με τα Ξύλινα Σπαθιά να βάζουν «φωτιά στο λιμάνι». Το Σάββατο πριν τον αγώνα περπάτησα στους δρόμους της πιο πολλά χιλιόμετρα από όσα έτρεξα την Κυριακή.
Κατεβαίνω το δασικό δρόμο, χώμα και πέτρες. Πρέπει να κρατηθώ γιατί είμαι μόλις στο 10ο χιλιόμετρο και ήρθα για προπόνηση. Έλα, όμως, που είμαι εδώ, υγιής και όρθιος! Για να τρέξω όσο είμαι ζωντανός και να μπω στο επόμενο μονοπάτι. Από μακριά ακούω κλαρίνο και τα πόδια πετάνε. Έχω ακούσει βιολί στον Όλυμπο, Γκάιντα στον Υμηττό και τώρα κλαρίνο στο Χορτιάτη. Βρίσκω ένα συναθλητή, το Χάρη. «ποιο έπαιζε ρε φίλε;» «Το έχετε γεια βρυσούλες!» «Όχι, το σαν πας στην Καλαμάτα». Δεν είναι τίποτα, το γαλακτικό οξύ θα φταίει. Συμφωνούμε και κατεβαίνουμε με ένα τρελό ρυθμό σε ένα νεροφαγωμένο μονοπάτι. Συζητάμε και τα πόδια ανεβοκατεβαίνουν σαν πιστόνια. Ανηφόρα ξανά. Δασικός και μονοπάτι. Επικρατεί χαβαλές. Προσπερνώ μυθικό συναθλητή που αναρωτιέται γιατί δεν τελειώσαμε καθώς νόμιζε ότι ο αγώνας ήταν 9 χιλιόμετρα. Προσφερόμαστε να του δώσουμε νερό ή μπάρα. «Πάμε», μας λέει, «Δεν πειράζει». Τι να πειράζει; Είμαστε ωραίοι ως δρομείς σε έναν αγώνα γρήγορο, βατό, οργανωμένο, φιλικό προς το νέο δρομέα.
Επιστροφή από τον ίδιο δρόμο και το κλαρίνο παίζει Παπάζογλου. Πόσο πιο Θεσσαλονικιός να νιώσω. Αχ Ελλάδα σ αγαπώ. Αχ Χορτιάτη σ αγαπώ. Θα του έσφιγγα το χέρι αλλά την είχα ακούσει στερεοφωνικά γιατί τελείωνε η δεύτερη ανηφόρα. Ξανά στο σταθμό για νερό και μπανάνα. Και πάλι υπήρχαν απ’ όλα παρά το γεγονός ότι πέρασαν δυο φορές τόσοι αθλητές.
Μπαίνουμε σιγά σιγά στο δάσος για την επιστροφή. Ο χειμώνας ήταν πιο βαρύς και αυτό φαίνεται. Η εικόνα είναι χειμωνιάτικη, η μέρα ανοιξιάτικη και στην καρδιά μας καλοκαίρι. Από μακριά ακούμε κάποια παρέα που κάνει στην άκρη και επευφημεί τους δρομείς. Είμαστε στο καταφύγιο του Χορτιάτη, παρέες, ζευγάρια, περιπατητές, μηχανές και αυτοκίνητα. Τα ρούχα βγαίνουν, έχει πια ζέστη. Θέλω να νιώσω κάθε σπιθαμή της φύσης στο σώμα μου. Ο Χορτιάτης σε αυτό το σημείο είναι δαιδαλώδης, πρέπει να προσέχεις τη σήμανση αλλιώς πας για Ασπροβάλτα. Νεροφαγώματα, πουρνάρια, παρέες συναθλητών. «Υπάρχει μια τελευταία ανηφόρα» μου λένε. Αυτά κάνουν οι διοργανωτές για να μας πορώνουν, λέω μέσα μου. Κατεβαίνουμε πια στον τσιμεντόδρομο. Παιδιά που παίζουν και ηλικιωμένες κυρίες. Συναθλητές που τερμάτισαν και σου λένε ένα καλό λόγο πριν τον τερματισμό.
Στον τερματισμό, «ζεστό» ξύλινο μετάλλιο, κρεατόσουπα και γλυκό. Όταν ο οργανωτής αγαπάει αυτό που κάνει, χαλάλι το κόστος. Θα ξαναπάω και θα πάρω κι άλλους από Αθήνα την επόμενη φορά. Θα έβαζα ακόμα ένα σταθμό με νερό και θα σηματοδοτούσα συγκεκριμένα σημεία λίγο νωρίτερα ώστε να μην αμφιβάλλει ο αθλητής για τη διαδρομή του. Μετά το πέρας του αγώνα, «ο Χορτιάτης φαίνεται να είναι γαλανός» και έχει τις απαραίτητες ταβέρνες για τα περαιτέρω.
Αντί επιλόγου, να αφιερώσω το κείμενο στον πατέρα μου που απεβίωσε πριν δέκα μέρες. Για το ποδόσφαιρο που παίξαμε, για τα βουνά που περπατήσαμε. Για πάρτη σου ρε πατέρα!
Σχόλια
Δημητρός.
Στυλιανός Καιάφας
Τεχνικός Διευθυντής του αγώνα.
Και μπράβο στον Αρη τον συναθλητή στο Νταμάρι και στον Υμηττό για το κείμενό του!
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.