ADVENDURE is the leading web portal in Greece about Mountain Running, Adventure, Endurance and other Mountain Sports
Μεσημέρι. Ένα απαλό αεράκι μας δροσίζει εδώ στην κορυφή και κάνει τ’ άγρια στάχυα να λικνίζονται, όμοια με τα σύννεφα πάνω από την υπέροχη βουνοθάλασσα των Αγράφων. Ελλάδα ίσον θάλασσα σου λέει … μα … αλήθεια τώρα .. όπου κι αν γυρίσω το βλέμμα βλέπω παντού βουνά. Ένα πολυεπίπεδο τείχος από σπασμένες κορυφογραμμές που τις διαχωρίζουν βαθιές χαράδρες. Έναν τόπο απομονωμένο και τραχύ, μα συνάμα υπέρμετρα γοητευτικό. Κατά τα άλλα … σιωπή. Αυτή η σιωπή των βουνών που σου μουδιάζει τ´ αυτιά και σου μιλάει στην ψυχή ! «Ναι, άξιζε αυτή η μεγάλη βόλτα στην Πίνδο ! » συλλογίζομαι κι απολαμβάνω τη θέα ευχαριστημένος.
Είναι η πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια που δεν ταξιδεύω στο εξωτερικό για μια διάσχιση στις θαυμαστές οροσειρές και τους ερημότοπους του κόσμου. Αντ’ αυτού, με τους φετινούς περιορισμούς στις αερομεταφορές λόγω του κορονοϊού, αποφασίσαμε – την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή – με τον καλό μου φίλο και ικανότατο συνοδοιπόρο Αργύρη Βαμβακίτη ( Ισλανδία, Ιορδανία, Σκωτία ) να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την Πίνδο, τη μεγαλύτερη αλυσίδα βουνών της χώρας μας, διασχίζοντας την με τα πόδια μέσω της κεντρικής της ραχοκοκκαλιάς σε όλο της το ανάπτυγμα επί ελληνικού εδάφους ( ~ 500 km ), δηλ. από το Γράμμο έως τους Δελφούς.
Γεωλογικά η οροσειρά της Πίνδου αποτελεί συνέχεια των Δειναρικών Άλπεων που κυριαρχούν σε όλη τη δυτική ζώνη της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ως βόρειο άκρο της μπορεί να οριστεί το οροπέδιο της Κορυτσάς στη νοτιοανατολική Αλβανία και ως νοτιότερο ο Κορινθιακός κόλπος. Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου λοιπόν, ήρθε ο Αργύρης στη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε από το ποδήλατο, πάνω στο οποίο πέρασε σχεδόν ολόκληρο το καλοκαίρι γυρίζοντας τη χώρα. Προμηθευτήκαμε τους απαραίτητους έντυπους και ψηφιακούς χάρτες της Ανάβασης, ετοιμάσαμε δυο πακέτα με προμήθειες φαγητού για να τα παραλάβουμε στην πορεία μας από Μέτσοβο και Καρπενήσι και μαζί πήραμε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ για το Νεστόριο της Καστοριάς.
Ήταν ήδη απόγευμα όταν φορτωθήκαμε τα σακίδια και κινήσαμε να ανηφορίζουμε από την ακριτική Γράμμουστα τις ομαλές πλαγιές του Γράμμου, του 4ου ψηλότερου βουνού της χώρας μας και φυσικού της συνόρου με την Αλβανία.
Βουνό με μεγάλη οικολογική αξία, από το οποίο πηγάζουν σημαντικοί ποταμοί όπως ο Αλιάκμονας και ο Σαραντάπορος, ο Γράμμος είναι κυρίως γνωστός στις νεότερες γενιές ως το πεδίο στο οποίο παίχτηκε η αυλαία του στρατιωτικού σκέλους του Εμφυλίου, της πιο μαύρης σελίδας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Ο καιρός ήταν υπέροχος!
Κοπάδια με πρόβατα και γελάδια έβοσκαν στα καταπράσινα αλπικά βοσκοτόπια.
Ένας μεσήλικας « Cowboy» ήρθε καβάλα στο άλογο να τσεκάρει τους δυο μαντράχαλους με τα σακίδια που σίμωσαν το κοπάδι από μακριά.
« Τα ανεβάζω για 7ο καλοκαίρι εδώ από τη Θεσπρωτία !»
μας είπε, στρίβοντας παράλληλα ένα τσιγάρο, σαν πιάσαμε την κουβέντα.
Εδώ και αιώνες, στο δεύτερο μισό της Άνοιξης, οι τσομπαναραίοι ( Βλάχοι, Σαρακατσάνοι ) ανεβάζουν τις οικογένειες και τα αιγοπρόβατα τους από τους κάμπους ( χειμαδιά ) στα αλπικά της Πίνδου προς ανεύρεση κατάλληλων συνθηκών βόσκησης για το καλοκαίρι. Τέλη Οκτώβρη επιστρέφουν και πάλι στα πεδινά για το χειμώνα.
Η μετακίνηση αυτή, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, διαρκούσε 10, 15, 20 μέρες, ανάλογα με την απόσταση που διανύονταν. Σήμερα πια τα ζώα μεταφέρονται με φορτηγά.
Μετά τη Γκιστόβα, την «ψηλότερη» από τις λιγοστές αλπικές λιμνούλες της βόρειας Πίνδου, κινηθήκαμε πάνω στη μακριά κορυφογραμμή, απολαμβάνοντας το τοπίο που έφερνε κάτι από τα highlands της Σκωτίας.
Ο ήλιος προοδευτικά χαμήλωσε και το φως έγινε πύρινο, χρυσαφένιο, δίνοντας πρόσθετη γοητεία στους ιδιαίτερους γεωλογικούς σχηματισμούς του βουνού.
Το φεγγάρι πρόβαλε γεμάτο και συνεχίσαμε σιωπηλοί δίχως φακούς μέχρι που τα φώτα από την Αετομηλίτσα και το Πληκάτι στα ριζά του βουνού ήταν τα μόνα που έφεγγαν μέσα στη νύχτα.
Στήσαμε στο ύψωμα Γκέσος, κοντά σε ένα από τα μνημεία του Εμφυλίου και το πρωί, σαν ξυπνήσαμε, πλησιάσαμε να το δούμε από κοντά. Ήταν προς τιμήν των θυμάτων … των «νικητών».
Κρίμα …
Δεκαετίες μετά το πέρας ενός αδελφοκτόνου πολέμου για αλλονών τη μοιρασιά, κάθε μια από τις δυο πλευρές εξακολουθεί να τιμά τους νεκρούς της χωριστά !
Από το ορεινότερο χωριό της Ελλάδας, την Αετομηλίτσα, θέλοντας να αποφύγουμε τους δρόμους κι ελλείψει μονοπατιών προς τη Λυκόραχη, χαράξαμε μια direct πορεία μέσα από κατάφυτες πλαγιές, παλεύοντας με τους θάμνους και τ αγκάθια.
Ο Αργύρης έδινε το ρυθμό, κινούμενος με τη χαρακτηριστική του ευχέρεια και ταχύτητα σε αυτό το ιδιαίτερο πεδίο. Στους οξόνες η πρόοδος μας ήταν σαφώς ευκολότερη.
Πέσαμε στη λεκάνη του Σαραντάπορου με την πελώρια κοίτη και ακολουθήσαμε για το υπόλοιπο της μέρας τα αχνά ίχνη του Ο3 προς το νότο. Κατασκηνώσαμε κάτω από την κορυφή Ταμπούρι, έχοντας απέναντι στο βάθος τον όγκο του Σμόλικα.
Σαν φθάσαμε το πρωί στο όμορφο αυτό Μαστοροχώρι στις βορειοδυτικές παρυφές του Σμόλικα, λαχταρήσαμε διπλό καφεδάκι με γλυκό του κουταλιού πριν πάρουμε τον ανήφορο. Στην άκρη του χωριού, απέναντι από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, έχει μια ταβέρνα με μεγάλη αυλή. Η κυρά Βάσω, που φροντίζει το μαγαζί εδώ και 40 χρόνια, έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα.
Μας είπε πόσο άλλαξαν τα πράγματα από τότε που ήταν κοπελίτσα, δίνοντας παράλληλα τον παλμό μιας υπαίθρου που μαραζώνει.
« 2000 μόνιμους κατοίκους είχε το χωριό, πραγματικό κεφαλοχώρι. Όσο για το καλοκαίρι…Έβγαινα για παραγγελία και ζαλιζόμουν. Τόσο κόσμο είχε! Τώρα πια μείναν λίγες οικογένειες, οι περισσότεροι από αυτούς ηλικιωμένοι. Τα δικά μου τα παιδιά μένουν αλλού κι εγώ του χρόνου, για πρώτη φορά έτσι όπως πάνε τα πράγματα, ίσως να μην ανοίξω το μαγαζί !»
Η μέρα ήταν ζεστή, μα κάθε φορά που συναντούσαμε πηγή ενυδατωνόμασταν καλά.
Καθώς πήραμε να ανηφορίζουμε μέσα από το δάσος, εξιστορούσα στον Αργύρη μια παλιότερη μου βόλτα στα μέρη αυτά.
Του έλεγα πως ήταν αρχές του χειμώνα. Πως ο Αώος είχε φουσκώσει για τα καλά και είχε αρχίσει να «βάζει» χιόνι στα βουνά…Πως γυρνούσαμε από τη Νεμέρτσικα και η παρέα – που ήταν μαγκιόρα – ήθελε να περάσουμε από τα ριζά του Σμόλικα να δούμε ένα φίλο. Πως μπήκαμε στο άδειο μαγαζί του και καθήσαμε στον οντά. Πως οι μεζέδες ήταν καλοί και το τσίπουρο πιο καλό… και πιο πολύ … Και πως σηκωθήκαμε … 24 ώρες αργότερα (κυριολεκτικά) !
Μοναχικά ρόμπολα ( η υπέροχη λευκόδερμη πεύκη της Βαλκανικής ) στόλιζαν με την παρουσία τους τα υποαλπικά λιβάδια.Από τη Δρακόλιμνη Λύγκα, βιότοπο των αλπικών τριτώνων, πήραμε την κόντρα για τον Γέρο, την ψηλότερη κορυφή του Σμόλικα και όλης της Πίνδου.
Η θέα ανεμπόδιστη με το Βόιο, τον Γράμμο, τη Νεμέρτσικα, την Τραπεζίτσα και το απαράμιλλο για τον ελλαδικό χώρο βόρειο τείχος της Τύμφης.
Φύγαμε ανατολικά, ακολουθώντας την κορυφογραμμή, ενώ το μάτι καρφώθηκε στο σαφώς αγριότερο ΒΔ πέταλο των κορυφών που περικλύει τον Βαθύλακκο. Το τοπίο έγινε σεληνιακό, δίνοντας την εντύπωση ότι βρισκόμαστε πια σε άλλο βουνό.
Παρατεταμένες τραβέρσες στα αλπικά μας χάρισαν εικόνες της «διαβολικής» για τους βλάχους κοιλάδας Βάλια Κίρνα που απλώνεται στην Ανατολική όψη του βουνού και μας οδήγησαν μετά από διάσελο και πάλι χαμηλά σε πυκνό δάσος κι από κει στο χιλιοτραγουδισμένο βλαχοχώρι της Σαμαρίνας !
Η συνέχεια του ταξιδιού μας έφερε σε κατάφυτα δάση που περικλύουν υδάτινες αρτηρίες. Αρχικά ακολουθήσαμε το σκέλος του διεθνούς μονοπατιού Ε6 που ενώνει τη Σαμαρίνα με το Δίστρατο και τη Βοβούσα, ένα μονοπάτι που είχε αφεθεί στη λήθη και «αποκαλύφθηκε» πριν 2 χρόνια από τον Αποστόλη Τσιμπανάκο.
Ο Αποστόλης και οι συνεργάτες του ( Terra Pindus ) δουλεύουν με μεθοδικότητα και περίσσιο μεράκιγια τη δημιουργία του μεγάλου μονοπατιού της Πίνδου ( Pindus Trail ), βελτιώνοντας και επεκτείνοντας τη γραμμή διάσχισης της οροσειράς που εμπνεύστηκε ο βετεράνος βρετανός περιηγητής Tim Salmon και την οποία συμβουλευθήκαμε για τη δική μας διάσχιση.
Το Pindus Trail αποτελεί μια προσπάθεια συρραφής παλιών μονοπατιών, του μοναδικού τρόπου σύνδεσης των απομονωμένων ορεινών κοινοτήτων της οροσειράς με τον έξω κόσμο μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Όταν με το καλό ολοκληρωθεί ( γιατί χρειάζεται … πολλή δουλειά ) θα οδηγεί με σαφήνεια τον φυσιολάτρη-πεζοπόρο στο φυσικό κάλλος των βουνών της Πίνδου αλλά και την πλούσια παράδοση και ιστορία του τόπου, μέσα από 45 ημερήσια τμήματα που θα συνδέουν ορεινά χωριά στα οποία θα υπάρχει η δυνατότητα διανυκτέρευσης και σίτισης.
Οι δημιουργοί του φιλοδοξούν το μεγάλο μονοπάτι να «βάλει» την Πίνδο στον παγκόσμιο πεζοπορικό χάρτη, κάνοντας την πιο γνωστή και κυρίως προσβάσιμη στο διεθνές και εγχώριο πεζοπορικό κοινό.
Αποτελεί ένα μεγαλόπνοο σχέδιο ΗΠΙΑΣ ανάπτυξης που αξίζει την υποστήριξη όλων μας !
Ακολουθήσαμε το Σαμαρινιώτικο ρέμα και τις δασωμένες δυτικές πλαγιές της Γομάρας και μπήκαμε στο Δίστρατο, το μεγαλύτερο από τα χωριά της Λάκκας Αώου που πυρπολήθηκαν από τους Ναζί τον Οκτώβρη του 1943. Στην Πίνδο μπορεί η φύση να είναι ο πρωταγωνιστής μα και κάθε χωριό έχει τη δική του -συνήθως σκληρή -ιστορία.
Μπαίνοντας λοιπόν στο χωριό, καλημερίσαμε μια ηλικιωμένη κυρία που φρόντιζε τον προσεγμένο κηπάκο της. Με ένα χαμόγελο στα χείλη μας πρόφτασε πριν απομακρυνθούμε.
«Σταθείτε παιδιά. Πάρτε λίγες ντομάτες κι από ένα κρεμμύδι για το δρόμο!»
Δεν της στερήσαμε τη χαρά. Όσο για τις ντομάτες – πολύ πριν τις γευτούμε – είχαν για μας άλλη νοστιμιά…
Μετά τη Βοβούσα, ακολουθήσαμε το «νεαρό» Αώο από την Ανατολική του όχθη και η νύχτα μας βρήκε σε ένα πατάρι λίγο έξω από τον πυρήνα του δρυμού της Βάλια Κάλντα. Ήταν ξάστερη, ήρεμη και το φεγγάρι γεμάτο! Ξαπλώσαμε σιωπηλοί κι αφουγκραστήκαμε τους αρμονικούς ήχους του νερού και του δάσους, μακρυά από τις -συχνά ανούσιες- αποσπάσεις της μοντέρνας ζωής.
100% παρόντες στη στιγμή… στη σιωπή !
Σειρά είχε το Αρκουδόρεμα με τις ντελικάτες συστάδες από πανύψηλα μαυρόπευκα, τις οξιές και τα ρόμπολα, οι λίμνες Φλέγγα και το Μαυροβούνι. Στο σύντομο αυτό κομμάτι από τη σμίξη των δυο ποταμών έως το Μέτσοβο, όσο πουθενά σε όλο μας το ταξίδι, η σήμανση ήταν πυκνότατη, μιας και η γραμμή μας ακολουθούσε αυτή του Epirus Trail αλλά και του Ursa Trail του Νίκου Καλοφύρη.
Το μεσημεράκι, τέσσερις μέρες μετά το ξεκίνημα, μας βρήκε να κατηφορίζουμε μέσα από τα γραφικά σοκάκια του Μετσόβου προς την πλατεία. Παραλάβαμε το δέμα με τις προμήθειες για το επόμενο σκέλος της διάσχισης ( έως το Καρπενήσι ) κι αποφασίσαμε να αράξουμε εκεί για το υπόλοιπο της μέρας.
Προσεγγίσαμε το Περιστέρι ( Λάκμο ) από το βορρά.
Η περιορισμένη ύπαρξη δασών μαρτυρεί την εντατική πίεση που δέχεται το βουνό εδώ και αιώνες από τη βόσκηση. Προσπεράσαμε ένα ακόμη κοπάδι με πρόβατα και περάσαμε από στάνη κοντά στην κορυφή, μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στα τσομπανόσκυλα που μας περικύκλωσαν.
Η τακτική του να είμαστε συγκρατημένα φιλικοί μαζί τους κι όχι επιθετικοί, δείχνοντας παράλληλα ότι δεν φοβόμαστε ( σας μπέρδεψα ? ?) απέδωσε καρπούς στις αρκετές συναντήσεις μας με τους τετράποδους φύλακες των κοπαδιών. Δεν λέω ότι η κατάσταση δεν μπορεί να ξεφύγει, αλλά είναι κάτι που μέχρι τώρα δεν μου έχει συμβεί ποτέ προσωπικά.
Από την κορυφή ( Τσουκαρέλα ), αγναντεύσαμε τις νοτιότερες εξάρσεις του Περιστερίου, την Κακαρδίτσα και τα Τζουμέρκα αλλά και τους δρόμους που διατρέχουν τα αλπικά βοσκοτόπια.
Λίγο πιο πέρα, προς τα ΝΑ, στην παραμυθένια και πολυφωτογραφημένη λεκάνη της Βερλίγκας, γεννιέται ο Ασπροπόταμος.
Κινηθήκαμε εκτός μονοπατιού – μιας και το ανάγλυφο προσφερόταν με το παραπάνω – και συνεχίσαμε χαμηλότερα στις νότιες απολήξεις του βουνού, «παίζοντας μπαλίτσα» ξανά με τη θαμνώδη βλάστηση. Κάποια στιγμή φθάσαμε στο Συρράκο κι από εκεί στους Καλαρρύτες ακολουθώντας το όμορφο μονοπάτι μέσα από το φαράγγι του Χρούσια.
Αρχοντια και πλούτο αποπνέουν τα δυο αυτά αντικριστά πετρόχτιστα βλαχοχώρια. Περιβόητοι ραφτάδες, πραματευτάδες έμποροι και αργυροχρυσοχόοι, έκαναν όνομα και περιουσίες κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στις μεγάλες αγορές της Μεσογείου. Με τον πλούτο αυτό ομόρφυναν και τα χωριά τους, που δικαίως χαρακτηρίζονται από πολλούς από τα γραφικότερα της ορεινής Ελλάδας.
Κατασκηνώσαμε πέρα από τους Καλαρρύτες. Το μενού της βραδιάς: Κους κους με κόκκινες φακές, αποξηραμένα μανιτάρια, καρυκεύματα και μυρωδικά.
Το πρωί της επομένης περπατήσαμε στον ίσκιο του φαραγγιού Καρλίμπου, ξαποστάσαμε στη γραφική μονή Βύλιζας και συνεχίσαμε για το Ματσούκι μέσω του φρεσκοσυντηρημένου καλντεριμιού- υπερπαραγωγή.
Σ´ αυτή τη διαδοχική εναλλαγή ορεινών όγκων σειρά είχε η Κακαρδίτσα. Αφήνοντας το χωριό και για να αποφύγουμε τις μεγάλες φουρκέτες της δημοσιάς, πήραμε την κόντρα για τα αλπικά του βουνού μέσα από σχετικά σαθρό πεδίο.
Ακολουθήσαμε τη μακριά κορυφογραμμή και προσεγγίσαμε την κορυφή όχι από τη βόρεια μυτερή κόψη, αλλά μέσω μιας ράμπας αφού τραβερσάραμε πρώτα λίγο χαμηλότερα την πλαγιά.
Από την ψηλότερη κορυφή της κεντρικής Πίνδου ένα τείχος ορθονόταν μπροστά μας. Τα Άγραφα.
Πέσαμε στα ανατολικά, χαράσσοντας μια λογική και ασφαλή γραμμή στα αλπικά που απέφευγε τα γκρέμια. Υπέροχα ελατοδάση μας συντρόφευσαν έως το Γαρδίκι, έξω από το οποίο κατασκηνώσαμε δίπλα σε ένα ξωκλήσι με βρύση. Το σημείο ήταν ήσυχο, με θέα στα γύρω βουνά και τις βατομουριές ολόγυρα φορτωμένες με ώριμους καρπούς που τους τιμήσαμε με το παραπάνω.
5-star hotel…
Είχε πιάσει 3:00 το μεσημέρι. Από το πρωί κινούμασταν παράλληλα με την κοίτη του Ασπροπόταμου ( Αχελώου ), περνώντας από καταπράσινα παραποτάμια κτηνοτροφικά χωριά και σκεφθήκαμε να σταματήσουμε για μια μπύρα, να δροσιστούν τα λαρύγγια μας. Βρήκαμε το μοναδικό ταβερνάκι που ήταν ανοιχτό και καθήσαμε στον ίσκιο τον παχύ, δίπλα στα τελάρα. Ένας μπάρμπας κυνηγούσε ένα σκυλάκι που μάλλον τα έκανε στον κήπο του, στολίζοντας το κανονικά.
Πιάσαμε με τον Αργύρη την κουβέντα.
Για τη μελαγχολική εικόνα του χωριού – άλλοτε κεφαλοχωρίου – που ψυχορραγεί εδώ και … 30 χρόνια μετά την κατασκευή του παρακείμενου υδροηλεκτρικού φράγματος- φαντάσματος.
Για το σύγχρονο τρόπο ζωής και την αποξένωση του ανθρώπου από τη φύση.
Για τις ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ απειλές που τη ζώνουν και την ΑΠΑΘΕΙΑ μας μπροστά σε αποφάσεις και ζητήματα που μας αφορούν.
Για το νέο «Περιβαλλοντικό» νομοσχέδιο, πραγματική ταφόπλακα για την ελληνική ύπαιθρο, που προωθεί την αλόγιστη επέκταση των βιομηχανικών ΑΠΕ (κυρίως των αιολικών), τις μεταλλευτικές δραστηριότητες και τις εξορύξεις υδρογονανθράκων σε περιοχές φυσικού κάλλους σε όλη την επικράτεια, ακόμη και σε παρθένες περιοχές που προστατεύονται από διεθνείς συνθήκες ( περιοχές δικτύου Natura 2000, σύμβασης Ramsar κ.α ).
Για την αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα του να αποδοθούν με τον όρο … «Πράσινη Ανάπτυξη» περιβαλλοντικά εγκλήματα όπως το μπάζωμα των λιμνών, η αποψίλωση των δασών, η ισοπέδωση των βουνών και την επιπρόσθετη υποβάθμιση μέσω αυτών των πρακτικών της αισθητικής του τοπίου, της ποιότητας ζωής των ντόπιων πληθυσμών και της πολιτιστικής ταυτότητας του εκάστοτε τόπου.
Πώς όμως να εξηγήσεις στον σύγχρονο άνθρωπο και κυρίως τον μέσο αστό – που από τα γεννοφάσκια του έχουν εμποτίσει την ιδέα ότι ο φυσικός κόσμος είναι ένας ατελείωτος πόρος προς εκμετάλλευση ( αφαίμαξη ) – την ΥΠΕΡΑΞΙΑ των παρθένων περιοχών και την ανάγκη διαφύλαξης και επέκτασης τους;
Η ευθύνη για προστασία πηγάζει κυρίως από το συναίσθημα. Πως να τη νιώσει για κάτι που δεν το γνωρίζει, από το οποίο δεν έχει βιώματα; Τότε όλες αυτές οι ανησυχίες του φαίνονται τουλάχιστο γραφικότητες και οι παρθένοι αυτοί τόποι …«αναξιοποίητοι».
Η φύση βρίσκει τρόπο να επουλώνει τις πληγές της, να αυτορυθμίζεται ! ΠΑΝΤΑ !
Και εννοείται πως θα το κάνει. Μόνο που ο χρόνος για αυτήν μετράει πολύ διαφορετικά από το δικό μας αστραπιαίο πέρασμα…
«Για που το βάλατε παλικάρια;» μας ρώτησε σε ένα χωριουδάκι της Αργιθέας ένα γεροντάκι που είχε όρεξη για κουβέντα.
«Για την Καλή Κώμη … και βλέπουμε»
«Έχω τη συμπεθέρα εκεί!»
«Θα της δώσουμε χαιρετισμούς!»
Αν πάρεις στα χέρια σου έναν τοπογραφικό χάρτη και εξοικειωθείς με αυτόν μελετώντας τον προσεκτικά, θα παρατηρήσεις ότι – ξέχωρα από οτιδήποτε έχει γίνει από ανθρώπινο χέρι (δρόμοι, μονοπάτια, γέφυρες κα) – το ίδιο το ανάγλυφο προσφέρει φυσικές γραμμές ταξιδιού όπως ράχες, ρεματιές, κοιλάδες, λούκια, κορυφογραμμές, γραμμές τις οποίες ο ταξιδιώτης μπορεί – υπό προϋποθέσεις πάντα – να ακολουθήσει.
Μια τέτοια γραμμή ακολουθήσαμε μετά τα Πετρωτά μέσα από την κοίτη του Λεσκοβότικου και στη συνέχεια του Κουμπουριανίτικου ρέματος στην πορεία μας προς την καρδιά των Αγράφων.
Αρχές Σεπτέμβρη, μετά από πολλές μέρες ανομβρίας, η ορμή του ρέματος ήταν «αστεία» και η αίσθηση του να τσαλαβουτάμε τα πόδια μας στο νερό για ώρες κάτι παραπάνω από ευχάριστη. Κατασκηνώσαμε σε ένα ωραίο πλάτωμα μέσα στα δέντρα, κάτω από το βράχο της Μονής Σπηλιάς.
Στην είσοδο του χωριού, μια παρέα από πιτσιρίκια κοίταξαν όλο απορία τους δυο ηλιοκαμένους με τα σακίδια των οποίων το βλέμμα είχε καρφωθεί στα βουνά ! Πως να μην είχε καρφωθεί άλλωστε μιας και το πανόραμα των κορυφών Ντεληδήμι, Σουφλί και Σαλαγιάννη ήταν η πιο όμορφη εικόνα αυτού του ταξιδιού.Η γιαγιά τους μας καλημέρισε.
« Τους αρέσει εδώ;» τη ρώτησα.
« Αν τους αρέσει…. Ξεδίνουν εδώ τα καημένα. Αλλά τέλος για φέτος. Θα κατεβούμε Λάρισα τη Δευτέρα. Ανοίγουν τα σχολεία!»
Στον εξαιρετικό χάρτη των Αγράφων της Ανάβασης δυο γραμμές προσεγγίζουν το πέρασμα του Ντελιδιμιού. Επιλέξαμε το πιο direct ( Α19), αυτό που αποφεύγει τον κτηνοτροφικό δρόμο στα ψηλά και ξεκινά από την υπέροχη σκιερή πλατεία του χωριού με τον πελώριο 900χρονο πλάτανο.
Η σήμανση και το ίχνος στα χαμηλά ήταν εξαιρετική, μα πιο πάνω από τη ρεματιά εξαφανίστηκε. Περάσαμε από τα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου μικροοικισμού μέσα στο δάσος.
Το δάσος διαδέχθηκε η αλπική ζώνη και η θέα έγινε ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.
Βγήκαμε στο Πέρασμα κι από κει πήραμε τη σύντομη κόντρα για την κορυφή, την ψηλότερη των Ευρυτανικών Αγράφων.
Τα Άγραφα αποτελούν – το δίχως άλλο – τον ορισμό της πολύπλοκης τοπογραφίας στη χώρα μας. Τόπος τραχύς και δυσπρόσιτος, ονομάστηκε έτσι καθώς αποκλείστηκε από τους φορολογικούς καταλόγους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας γιατί κρινόταν ανούσιος ο κόπος και το ρίσκο του ταξιδιού για τη συλλογή του φόρου.
Σ´ αυτόν εδώ τον τόπο, πέρα από την άγρια ζωή, ο άνθρωπος προσπάθησε ( προσπαθεί ) να στεριώσει. Από το διάσελο του Ντεληδημιού δεν περνούσαν όπως σήμερα μόνο ορειβάτες, μα ήταν πέρασμα, οδός επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο κόσμους για κτηνοτρόφους, χωρικούς, εμπόρους, στρατεύματα, ταξιδιώτες.
Οι κορυφές αυτές πήραν τα όνοματα τσελιγκάδων της περιοχής. Από τη μια είχε το κονάκι του ο Ντεληδήμος… από την άλλη ήταν τα λημέρια των Σαλαγιανναίων.
Πήραμε να κατηφορίζουμε, τραβερσάροντας αρχικά τις πλαγιές και πέσαμε απότομα στον εγκαταλειμμένο μικροοικισμό Σφρι. Εδώ, σε μια σπιθαμή γης πάνω από τα γκρέμια, στα «έγκατα της Γης» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τάκης Ντάσιος στις ατόφιες διηγήσεις του, ζούσαν κάποτε λίγες οικογένειες, ακόμη και το χειμώνα. Εδώ κι ακόμη πιο βαθιά στη χαράδρα του Ασπρορέματος ξεχειμώνιασαν αντάρτες μαχητές το ‘49.
Περάσαμε από το μοναδικό σπίτι του μικροοικισμού Ασπρόρεμα. Κλειστό. Κάποτε υπήρχε σχολείο. Πως να ήταν άραγε η ζωή των ανθρώπων τότε, πόσοι να ζούσαν εδώ, τι απέγιναν, έμειναν στην περιοχή, φύγαν σε πολιτείες, στα ξένα…;
Δε γίνεται να μην ταξιδέψει το μυαλό σου στο χρόνο… σ´ εκείνους τους καιρούς που οι άνθρωποι ζούσαν σε αρμονία με τη φύση σε αυτόν τον απομονωμένο τόπο που τόσο μου θύμισε τις μικρές ορεσίβιες κοινότητες των Ιμαλαίων και των Άνδεων. Δεν είναι μόνο η φυσική ομορφιά που κάνει έναν τόπο ξεχωριστό. Είναι και η ατμόσφαιρα… και τα Άγραφα έχουν μπόλικη από δαύτη!
Βέβαια, όσο γοητευτικό φαντάζει αυτό σε εμάς τους «καλοαναθρεμμένους», άλλο τόσο δύσκολη και γεμάτη στερήσεις ήταν η ζωή αυτών των ανθρώπων! Ένας καθημερινός αγώνας…
Ένα μονοπάτι ΥΠΕΡΟΧΟ, χτισμένο με μαστοριά και πολύ κόπο, όπου ακόμη και ο βράχος έχει λαξευθεί σε σημεία που το φαράγγι στενεύει και βαθαίνει εντυπωσιακά πάνω από το Ασπρόρεμα, μας οδήγησε στα Επινιανά, σιωπηλή απόδειξη κι αυτό ενός τόπου που είχε ζωή.
Είχε ήδη σουρουπώσει όταν φθάσαμε στο χωριό και … μόνο τα τραπέζια δεν φάγαμε στον ξενώνα Πανόραμα, όπου και περάσαμε τη βραδιά. Ήταν η δεύτερη και τελευταία φορά στο ταξίδι που μείναμε σε ξενώνα.
Το επόμενο πρωί πήραμε το μονοπάτι – τη στράτα – της Ανηφόρας…κατηφορικά.
Βαρβαριάδα… Σέλο… Κερασοχώρι…Νέα Βίνιανη…
Από το Καρπενήσι παραλάβαμε το δεύτερο πακέτο με τις προμήθειες, αράξαμε για μερικές ώρες και τ´ απόγευμα κινήσαμε προς τη Ρούμελη, έχοντας συνεχώς στο οπτικό μας πεδίο το Βελούχι.
Κατασκηνώσαμε στην τοποθεσία Κοκκάλια, σε ένα όμορφο ξέφωτο περιτριγυρισμένο από ελατοδάση, όπου υπάρχει ένας οβελίσκος προς τιμή των Αιτωλών που αγωνίστηκαν στη μάχη κατά την Γαλατών εισβολέων το 279 πχ.
Προσεγγίσαμε τα Βαρδούσια από τα βορειοδυτικά μέσω της ομαλής χωμάτινης κορυφογραμμής της Οξιάς, βουνού που πήρε το όνομα του από το ομώνυμο φυλλοβόλο δέντρο που απαντάται στις βορινές πλαγιές του και του οποίου αποτελεί το νοτιότερο όριο εξάπλωσης στην Ελλάδα.
Τα Βαρδούσια είναι αναμφίβολα ένα από τα ωραιότερα ελληνικά βουνά με ένα άγριο αλπικό ανάγλυφο και εκτεταμένα καταπράσινα λιβάδια στην αλπική και υποαλπική ζώνη.
Η μέρα ήταν γεμάτη. Κατασκηνώσαμε δίπλα σε μια εγκαταλειμμένη στάνη και πλυθήκαμε καλά στην παρακείμενη ποτίστρα από τη σκόνη.
Το επόμενο πρωί το σκυλολόι μιας από τις στάνες στα Μουσουνιτσιώτικα λιβάδια μας έκανε παρέα για λίγο στην πορεία μας προς τον Κόρακα, την κορυφή του βουνού.
Έτυχε να είναι Κυριακή και για πρώτη φορά από το ξεκίνημα στον Γράμμο είδαμε πεζοπόρους και μάλιστα πολλούς. Στα περίπου 400km που είχαν μεσολαβήσει είχαμε δει για την ακρίβεια μόλις 2 κατασκηνωτές στις λίμνες Φλέγγα.
Από τον Αθανάσιο Διάκο κινήσαμε για το άλλομεγάλο βουνό της Ρούμελης, τη Γκιώνα. Μπήκαμε στην κοίτη του Μόρνου και την ακολουθήσαμε προς τη Συκιά. Την ώρα που στήναμε σε ένα -λίγο επικλινές είναι η αλήθεια – παταράκι έξω από το χωριό, το χρυσαφένιο φως έλουζε ακόμη το ανώτερο τμήμα της πελώριας ορθοπλαγιάς της Πλάκας.
Νωρίς το πρωί πήραμε να ανηφορίζουμε το Λαζόρεμα κι από ένα πέρασμα βγήκαμε στη βαθιά Λάκκα, όπου άγρια άλογα έπαιζαν αμέριμνα.
Μετά την Πυραμίδα, την τελευταία κορυφή αυτής της διάσχισης, πέσαμε στη λάκκα του Καρβούνη και κατηφορίσαμε μέσα από την πανέμορφη χαράδρα της Ρεκκάς.
Πέρα από τις νότιες απολήξεις της Γκιώνας και ολάκερης της Πίνδου , περιτριγυρισμένοι από μια θάλασσα από ελαιόδεντρα, βαδίζουμε με βήμα ανάλαφρο προς τους Δελφούς.
Μιλάμε για τις ομορφιές που είχαμε την τύχη να δούμε από κοντά, τις στιγμές στα βουνά που αξίζουν χρυσάφι, μα και της απουσίας σε αυτό το ταξίδι των αντικειμενικών δυσκολιών και του απροσδόκητου, απαραίτητων συστατικών μιας αληθινής περιπέτειας…
Μιλάμε για νέα σχέδια, μοναχικά και κοινά, που ανυπομονούμε να ζήσουμε στους ερημότοπους της Γης.
«Τι σου άρεσε περισσότερο, ρε φίλε;» Ρωτάω τον Αργύρη.
«Η Ανατολική όψη του Σμόλικα, η διάσχιση της Κακαρδίτσας, η πορεία στα ποτάμια, τα Βαρδούσια… Εσένα;»
«Το Περάσμα των Αγράφων, η καρδιά… της καρδιάς των βουνών μας !»
Έναν τόπο για να τον γνωρίσεις σε βάθος πρέπει να περάσεις χρόνο πολύ σ´αυτόν, να ενδιαφερθείς να μάθεις την ιστορία του, να συναναστραφείς με τους ανθρώπους του, να πιάσεις τον παλμό.
Και 15 μέρες για τη διάσχιση όλης της Πίνδου σα να μου φάνηκαν λίγες.
Κάποια στιγμή θα επιστρέψω. Άλλη γραμμή διάσχισης, άλλες συνθήκες, άλλη παρέα (;), άλλη οπτική (;) … άλλη εμπειρία!
Πεζοπόρος, ορειβάτης και δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Αθλητής-πρεσβευτής της SALEWA. Η μεγάλη του αγάπη για τη φύση, τα ταξίδιακαι την περιπέτεια τον έχει οδηγήσει την τελευταία δεκαετία σεαπομονωμένες και μη περιοχές του πλανήτη με ιδιαίτερο εθνολογικόενδιαφέρον, όπως τις ζούγκλες του Αμαζονίου, τα υψίπεδα του Θιβέτ καιτους ιερούς ποταμούς της Ινδίας. Έχει οργανώσει και πραγματοποιήσειπολυάριθμες πεζοπορικές διασχίσεις στην Χιλή, τον Ισημερινό, τοΠερού, την Αργεντινή, το Νεπάλ, την Ινδία, την Ισλανδία, την Ιορδανίακαι την Κορσική!