
ADVENDURE is the leading web portal in Greece about Mountain Running, Adventure, Endurance and other Mountain Sports
Η αναρρίχηση της Πλάκας της Συκιάς με καλοκαιρινές συνθήκες ακόμη και στις μέρες μας, φαίνεται σε πολλούς σαν μια μεγάλη πρόκληση, όμως το πραγματικά απόλυτο είναι να την ανέβεις χειμώνα! Αντίθετα από ό,τι πιθανόν να φαντάζεται κανείς, με παγόβιδες να συρίζουν και πιολέ να κρέμονται σε πάγους, γάμπες να πιάνουν φωτιά στα neve και κραμπόν να hookάρουν σε αμυχές βράχου, η αναρρίχηση με χειμερινές συνθήκες της μεγαλύτερης ορθοπλαγιάς της χώρας δεν έχει τίποτα το εξωτικό να προσφέρει, πάρα μόνο κακουχίες. Κρύο, βρεγμένος βράχος, πατάρια με μαλακά χιόνια και καταπτώσεις πετρών και πάγων, αυτά βασικά διαθέτει το μενού της Πλάκας τον χειμώνα.
Την δεκαετία του 1990 στον Ορειβατικό της Αθήνας υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση υπέρβασης με πολλές, έντονες και επιδραστικές ζυμώσεις να κοχλάζουν. Η υπόθεση της χειμερινής Πλάκας που είχε τεθεί ήδη σαν ιδιαίτερο επίτευγμα από την προηγούμενη γενιά, αποτελούσε έναν προφανή στόχο, τουλάχιστον για κάτι ανήσυχους νέους σαν τον Μπάμπη Τσουπρά. Μειλίχιος και λιγομίλητος ο Μπάμπης μπορεί να οδηγούσε μετρημένα στην εθνική με 80 χ/ω το sedan του ακούγοντας τα Antenna Classics, αλλά μόλις έμπαινε στην ορθοπλαγιά ήταν ο άκαμπτος και ακάματος μαχητής που όλοι θέλαμε να γίνουμε. Ήταν αυτός, που έδειξε σε μια ολόκληρη γενιά αναρριχητών, ότι το πραγματικό ρίσκο το διαχειρίζεσαι στο βουνό παλεύοντας για την επιβίωση και όχι σε κάποιο καναπέ να σε κατατρώγουν οι αναστολές σου. Σε εκείνον φυσικά έλαχε ο κλήρος.
Χειμώνας 1992 μεσημεράκι Δευτέρας, χάσκω ταβάνι στο μικρό διαμέρισμα μετά από ένα έντονο ΣΚ στο βουνό, μιας και εκείνη την χρονιά ε..και λίγο παραπάνω, δεν έκανα και τίποτε άλλο. Χτυπάει τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ο Λάμπρης, που έψαχνε διαθέσιμους, γιατί είχαμε θέμα. Οι Τσουπράς -Τσουκλείδης, είχαν φύγει για την Πλάκα, αλλά δεν είχαν γυρίσει σπίτι ακόμη και οι δικοί τους ανησυχούσαν. Η καθυστέρηση αυτή για ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν ήταν και τόσο ανησυχητική, αλλά άντε τώρα να πείσεις τους γονείς τους. Ήδη κάποιοι είχαν ξεκινήσει κιόλας για την Συκιά μπας και βρουν κάποιο τρόπο να βοηθήσουν. Ποιόν τρόπο, ποτέ δεν κατάλαβα. Όμως και από τον Ορειβατικό φαίνεται να ανησυχούσαν, γι’ αυτό και έβαλαν τα μέσα, να σχηματιστεί ομάδα διάσωσης και να πετάξει με στρατιωτικό ελικόπτερο πριν το βράδυ στην Πλάκα.
Στο μεταξύ, πάνω στην διαδρομή, όλα είχαν εξελιχθεί κανονικά τις προηγούμενες ημέρες. Τα παιδιά είχαν από νωρίς ξεκινήσει την “Μιχαηλίδη-Λεοντιάδη”, αλλά καθυστερούσαν υπερβολικά λόγω των βαριών σακιδίων και της λανθασμένης επιλογής εξοπλισμού. Το πρώτο και αναμενόμενο μπιβουάκ είχε προκύψει φυσικά νωρίτερα και η συμφωνία επιστροφής Κυριακή απόγευμα είχε βέβαια εκπνεύσει με το που έφτασαν στη βάση του δεύτερου μέρους. Ο Μπάμπης αποκλείεται να κατέβαινε από εκεί και ο Τσουκλείδης αποκλείεται να μην πειθόταν να συνεχίσουν, ξεκινώντας μεσημέρι από το διάζωμα αποκλείεται να προλάβαιναν να ανέβουν πολλά μέτρα πριν το δεύτερο μπιβουάκ. Φυσιολογικά πράγματα δηλαδή. Το μόνο αναπάντεχο, ήταν μια μεγάλη κατολίσθηση την πρώτη μέρα, που ‘χαν την τύχη να παρακολουθήσουν με ασφάλεια από απόσταση και η οποία έγινε αντιληπτή και κάτω στο χωριό. Ίσως να ήταν και αυτή μια αιτία της ανησυχίας.
Τρίτη μέρα πάνω στην ορθοπλαγιά πια και πάλευαν με τις χιονούρες, έχοντας ξεκινήσει κάπως αργά μετά από μια άβολη νύχτα. Το ανώτερο τμήμα της διαδρομής μπορεί να είναι τεχνικά πιο εύκολο, όμως φορτώνει περισσότερο χιόνι που τους δυσκόλευε. Είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν με τα κραμπόν και τα πιολέ, αλλά δεν είχαν πάρει μαζί τους καρφιά. Όπως τους έλειψαν τα αναρριχητικά παπούτσια στο πρώτο μέρος έτσι, εκεί δυσκολεύονταν να βρουν σημείο ασφάλισης και καθυστερούσαν. Επιπλέον, η εξάντληση έχει αρχίσει να επιδρά. Προσπαθούσαν να φτάσουν στην Ράμπα Μιχαηλίδη, όμως οι τελευταίες σχοινιές είναι όρθιες και έβγαζαν ζόρι. Αργά το απόγευμα, ο ήχος του ελικοπτέρου θα τους παραξενεύσει, “φυσικά είναι για μας, τι δουλειά έχει εδώ πάνω ελικόπτερο;” αναρωτήθηκαν καθώς το είδαν να περνάει περίπου στο ύψος τους, αλλά αρκετά μακριά από την πλαγιά. Φώναξαν και έκαναν σινιάλο με τα χέρια.. άραγε τους είδαν;
Οι λαμαρίνες από το γέρικο Χιούι τρίζουν, καθώς αγκομαχά να ανέβει υψόμετρο προκαλώντας μικτά συναισθήματα στην μικρή μας ομάδα που έχει στοιβαχτεί με κάτι τεράστια σακίδια στο εσωτερικό του. Ήδη από την τελευταία δεκαετία τα θρυλικά αυτά ελικόπτερα του στρατού, έχουν αρχίσει να πέφτουν. Αυτό ευτυχώς δεν το γνωρίζουμε ακόμη, συνεπαρμένοι από την πρώτη μας εμπειρία πτήσης και διασκεδάζουμε τη θέα κάτω από τα πόδια μας, τον Κιθαιρώνα, μετά τον Ελικώνα, ο Παρνασσός πιο πέρα και η κοιλάδα του Μόρνου. Είναι αλήθεια ότι οι επιχειρήσεις αεροδιάσωσης εγκυμονούν λογής κινδύνους για τους επιβαίνοντες γι’ αυτό και εγκρίνονται με περίσσεια φειδώ. Εκείνη την μέρα ωστόσο οι διαπραγματεύσεις με τον στρατό είχαν ολοκληρωθεί στο άψε σβήσε. Φαντάζομαι, ότι αυτό οφείλονταν κάπως στους Μιχάλη Τσουκιά και Χρήστο Λάμπρη, τα πιο έμπειρα μέλη της ομάδας μας, οι οποίοι είχαν την προηγούμενη χρονιά πρωταγωνιστήσει στις έρευνες για την συντριβή του C 130 στην Όρθρυ με τους δεκάδες νεκρούς στρατιωτικούς. Η παρέα μας συμπληρωνόταν με τον Βασίλη Μήτσιο. Η ομάδα διάσωσης είχε σχηματισθεί αυθόρμητα σε χρόνο ρεκόρ, τα υλικά τα κουβάλησε ο Τσουκιάς από την Trekking Hellas του και για τις μετακινήσεις προς το ελικοδρόμιο φρόντισε ο ορειβατικός.
Ήταν αυτός, που έδειξε σε μια ολόκληρη γενιά αναρριχητών, ότι το πραγματικό ρίσκο το διαχειρίζεσαι στο βουνό παλεύοντας για την επιβίωση και όχι σε κάποιο καναπέ να σε κατατρώγουν οι αναστολές σου
Η θέα της Πλάκας χαμηλά από το ελικόπτερο, σου κόβει την ανάσα. Μου φαίνεται ότι η πρώτη μας επαφή πήγε περισσότερο στο χάζι, παρά στην έρευνα. Ακολούθησαν όμως και άλλες δυο προσπάθειες. Μάταια. Ήταν αργά το απόγευμα, ούτε το φως, ούτε η απόσταση ασφαλείας που κρατούσαν οι πιλότοι βοήθησαν να διακρίνουμε κάτι. Θα ανέβουμε το Λαζόρεμα και θα αποβιβαστούμε σούρουπο πια στην κορυφογραμμή. Το ελικόπτερο θα πετάξει μακριά αφήνοντας τους τέσσερις μας να συνεχίσουμε την έρευνα. Τι έρευνα όμως πια μπορούσαμε να κάνουμε; Ψάχναμε να βρούμε την έξοδο της Ράμπας Μιχαηλίδη για να αρχίσουμε την κατάβαση με τα 100ρια σχοινιά που κουβαλούσαμε. Μάλλον όμως δυσκολευόμασταν λιγάκι παραπάνω μες το σκοτάδι, ε.. δεν είχε και καθόλου φεγγάρι εκείνη τη νύχτα. Ο Τσουκιάς θα δώσει κάποια στιγμή το σήμα, “πάμε κάτω Συκιά, δεν έχει νόημα, θα ανέβουμε πάλι αύριο από το μονοπάτι του Καραγιάννη. Θα έχουν έρθει και οι άλλοι στο μεταξύ”. Το να κατέβεις από την κορυφή της Γκιώνας νυχτιάτικα, με ένα σακίδιο 30 κιλών στην πλάτη δεν είναι και η πιο ευχάριστη επιλογή. Με βαριά καρδιά ακολουθήσαμε τον αρχηγό, Βαθιά Λάκκα και μετά το απότομο λούκι που κατεβάζει Λάζο. Εκεί ο Λάμπρης θα σπάσει την μονοτονία της κατάβασης με μια μικρή έκπληξη. Αφού μας μάζεψε σε ένα μικρό πατάρι, θα βγάλει από το σακίδιο του ένα τεράστιο μπολ με πρασόπιτα να μας τρατάρει. Του του’ χε στείλει η μάνα του πρόσφατα. Οι Ηπειρώτες φημίζονται για τις πίτες τους και τούτη εδώ ήταν πραγματικά συγκλονιστική, ακόμη την θυμάμαι με λαχτάρα. Τσιμπήσαμε 3-4 κομμάτια ο καθένας και με αναπτερωμένο το ηθικό συνεχίσαμε τρέχοντας πια για την Συκιά. Κοντοφτάναμε και η Πλάκα ορθώθηκε πίσω στον ορίζοντά μας. Σταθήκαμε για αγνάντι στην κρύα σκιά της και στρέψαμε τους φακούς. Η απάντηση δεν άργησε. Πάνω ψηλά προς την έξοδο της Κλασσικής διακρίναμε το επιθυμητό σημάδι. Ένα φωτάκι φανού να αναμοσβήνει. Οι φίλοι μας έστελναν τα διαπιστευτήριά τους . Ήταν εκεί, αλλά σε τι κατάσταση; Η ανησυχία έμεινε σε μας, και στους υπόλοιπους που είχαν συρρεύσει κάτω στο χωριό, προς επιβεβαίωση των προβλέψεων του Τσουκλείδη για τον ορειβατικό να καταφθάνει πολυπληθής. Ο Μπέκος είχε επιστρατεύσει και το Datsun του να κάνει σήματα προς την ορθοπλαγιά. Κουρασμένος, θα παραλείψω την συνεστίαση και θα την πέσω για ύπνο. Το πλάνο της επόμενης ημέρας με είχε συμπεριλάβει σαν νεότερο, στην ομάδα ανάβασης του μονοπατιού του Καραγιάννη και έπρεπε να ξεκουραστώ λιγάκι.
Η τελευταία μέρα επρόκειτο να ξεκινήσει νωρίς. Πρωί πρωί με λιγοστά εφόδια κινήσαμε πίσω από τον ίδιο τον Δημήτρη Καραγιάννη, για το μονοπάτι του. Θα το ανεβαίναμε για να βγούμε το συντομότερο στην Ράμπα Μιχαηλίδη να υποστηρίξουμε την κατάβαση των φίλων μας, οι οποίοι σιγά μη δεν συνέχιζαν για την κορυφογραμμή έχοντας φτάσει μέχρι εκεί, αλλά έτσι είχε το σχέδιο τέλος πάντων. Μια άλλη ομάδα θα έφευγε για Βαθιά Λάκκα και το ελικόπτερο θα ξαναπέταγε για να εντοπίσει τους αγνοούμενους, όπως και έγινε.
Μεσημέρι ψηλά στο μονοπάτι θα καταφέρουμε επιτέλους να επικοινωνήσουμε με τους ασυρμάτους, μόνο και μόνο για να ενημερωθούμε ότι οι “αγνοούμενοι” είχαν εντοπιστεί από το ελικόπτερο στην κορυφογραμμή,. Λίγη ώρα μετά την επιστροφή μας στο χωριό κατέβηκαν και αυτοί, σε καλή κατάσταση, σχεδόν φρέσκοι, πάρα την τριήμερη ταλαιπωρία. Ο συναγερμός σήμανε την λήξη του, δίνοντας τη θέση του στην ευθυμία. Μπορεί τα πειράγματα να έδιναν και να έπαιρναν, αλλά όλοι μας νοιώθαμε μέσα μας έναν βαθύ θαυμασμό για ότι είχαν καταφέρει οι φίλοι μας. Θα βολευτούμε με λίγη δυσκολία στα αυτοκίνητα επιστροφής κουρασμένοι, από τα πάνω κάτω, αλλά τουλάχιστον ανακουφισμένοι που μείναμε αχρείαστοι. Για την ιστορία, ο Μπάμπης μετά από μερικά χρόνια, θα επιστρέψει στην ορθοπλαγιά χειμώνα, με δυο μαθητές του από τη σχολή μέσου επιπέδου και θα επαναλάβουν την Κλασσική με ένα μόνο μπιβουάκ.
Γεννήθηκε το 1969 και σκαρφαλώνει στα βουνά από τα 16 του. Έχει καταφέρει σημαντικές αναρριχήσεις σε διαδρομές βράχου, πάγου και μικτού πεδίου στα βουνά της Ελλάδας, στις Άλπεις, Δολομίτες, Γερμανία, Βρετανία, Νορβηγία. Επίσης, έχει συμμετάσχει σε ορειβατικές αποστολές σε βουνά μεγάλου υψομέτρου, στο Περού-Άνδεις, Αφρική-Κένυα, στο Νεπάλ, Θιβέτ, Πακιστάν, Ινδία, Κιργιστάν. Είναι ομοσπονδιακός εκπαιδευτής ορειβασίας και οδηγός βουνού από το 1993, συν-συγγραφέας των εγχειριδίων ορειβασίας, η Τέχνη του Βουνού (2010, 2011) και Ορεινή Πεζοπορία (2012).